Η αφήγηση ενός ναυαγού

Ναυάγησα σε πέλαγο που ήλιος δεν το βλέπει
μήτε Θεός και διάβολος δε ξέρουν εδώ πέρα
ούτε καλό, ούτε κακό η μοίρα μου, μου πρέπει
κι είμαι σαν τρύπιος αετός σε καθαρά Δευτέρα

Κολύμπησα σε μια στεριά μα ήταν κλειδωμένη
η πόρτα και η εξώπορτα δεν άνοιγαν καθόλου
και ξανά βούτηξα ξανά στη θάλασσα τη ξένη
που μου μιλούσε άσχημα με ρήματα του κώλου

Περπάτησα στα κύματα και βρήκα ένα γεφύρι
που ήταν οι πλάκες του παλιές και ξεχαρβαλωμένες
Θεέ μου έλεγα καλέ, κάνε μου το χατίρι
μην πέσω στις ακριανές, μην πέσω στις σπασμένες

Κατέληξα μες το νερό και μες τα μαύρα φύκια
να μου μιλούν οι κάβουρες, να μου μιλούν οι γλάροι
μα απ’ τις φωνές τους ξύπνησα με άμμο στα μανίκια
σε ένα νησί που ζούσανε ιθαγενής με χάρη

Με ‘βαλαν πάνω στην πυρά να δουν αν θα με φάνε
μα είχα σάπιο τρίχωμα και έτσι με αφήσαν
ναυάγια και διακοπές στο διάολο να πάνε
και ναυτικοί που είπαν πως, τη θάλασσα αγαπήσαν