Καλοκαίρι σαν χειμώνας

Οι άνθρωποι που αγαπώ, με κάνουν να γράφω καλά. Οι άνθρωποι που αγάπησα και που δεν είναι κοντά μου, με κάνουν να γράφω ακόμα καλύτερα.

Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί αν η μοναξιά που νιώθω έρχεται από μόνη της ή την έχω επιλέξει εγώ για να γράφω. Άλλοι λένε, αφού τις ώρες που είσαι μόνος, περνάει παραγωγικά ο χρόνος σου, τότε θα έπρεπε να αισθάνεσαι περήφανος και να μην γκρινιάζεις. Μα εμένα πάντα όταν συμβαίνει αυτό, μου έρχεται στο μυαλό ένας στίχος, και πάντα τον τραγουδάω, «Ας τάξω πως επιάστηκα από μιας γυναίκας τρίχα
και΄σπασε η τρίχα κι έχασα στον κόσμο ότι κι αν είχα[1]»
.

Η λογοτεχνία χωρίς αντίκρισμα, δεν είναι λογοτεχνία. Τι κι αν προσπάθησα να εξηγήσω στην κοπέλα μου, και με τις λέξεις, αλλά και με την καρδιά, πως μόνο το χαμόγελό της αρκεί… εκείνη ήθελε πολλά περισσότερα. «Βαριές κουβέντες μα το τόπος ελαφρύς[2]». Λέει άλλος ένας στίχος. Όταν της μίλαγα για λογοτεχνία, εκείνη χασμουριότανε, όταν την φίλαγα, εκείνη κοίταζε άλλου.

Λίγο διάστημα ήμασταν μαζί, αλλά μου είχε δώσει πολλά περισσότερα από όλες τις άλλες σχέσεις μαζί. Κι έτσι μετά από τόσο καιρό, είμαι σε ένα μπαλκόνι με θέα μια θάλασσα της Εύβοιας, και της γράφω. Έτσι δηλαδή όπως ξεκίνησα την ιστορία μου, οι άνθρωποι που αγάπησα και που δεν είναι κοντά μου, με κάνουν να γράφω ακόμα καλύτερα, δυστυχώς.

Είναι ήδη δεκάξι Αυγούστου και περπατάω μόνος στο λιμάνι. Γλυκαίνομαι όταν μια κοπέλα, αγγίζει με πόθο τον φίλο της, νομίζω ότι είμαι εγώ! Αλλά την ακριβώς επόμενη στιγμή καταλαβαίνω πως δεν είμαι! Σας έχει τύχει να βάλετε τα κλάματα μέσα στον κόσμο, γιατί η μοναξιά σας έχει χτυπήσει κόκκινο; Ε εμένα μου έτυχε και αυτό.

Για αυτό επίσης όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες κι οι ποιητές απαρνιούνται κάθε λογής βραβεία και παράσημα. Γιατί ξέρουν πως ότι κι αν έχουν γράψει είναι προϊόν μεγάλης προσπάθειας, ατέλειωτης δουλειάς και φυσικά πολύς μοναξιάς. Το δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, δεν ισχύει. Σε εμάς ισχύει, δείξε μου την μοναξιά σου, να σου πω τι γράφεις.

Επίσης, δεν νομίζω να υπάρχει άνθρωπος που να προτιμάει έναν καλό στίχο, από ένα χάδι. Για εμένα αυτό είναι απόλυτα χαζό, καλά να νηστεύετε το κρέας, αλλά και τον έρωτα;

Μα όμως πρέπει να μιλήσω με παραδείγματα∙ και μάλιστα χειροπιαστά, όπως τα σαραγλί, μόνο που τα δικά μου παραδείγματα στάζουν κρύο ιδρώτα και αναφιλητά μοναξιάς. Έστω μια στιγμή με τον άνθρωπο που αγαπάς φτάνει –και περισσεύει- για να σου δώσει έμπνευση να γράφεις για μια ολόκληρη ζωή! Πιστέψτε με το έχω νιώσει, αυτό το συναίσθημα.

Μην λέτε μπράβο στους ποιητές, ούτε άλλες λέξεις, αγγίξτε τους, χαϊδέψτε τους, τις λέξεις ξέρουν και μπορούν να τις χειρίζονται τόσο καλά που δεν έχουν ανάγκη άλλες. Πόσο μάλλον τα λάϊκ σας και τις κοινοποιήσεις σας, ούτε αυτά –φυσικά- έχουν ανάγκη, δώστε τους ραντεβού και κοιτάξτε τους στα μάτια, πάρτε τους αγκαλιά, έχουν ανάγκη την επαφή!

Πόσες και πόσες φόρες πήγα και ξανά πήγα στο λιμάνι, ζητιανεύοντας ένα χάδι, ένα άγγιγμα, έστω ένα τυχαίο άγγιγμα, από κάποια που θα πέρναγε τυχαία και που θα με άγγιζε κατά λάθος, μα μάταια.

Κάθε φορά ξεμάκραινα από το λιμάνι κι από τον πολύ τον κόσμο και πήγαινα στον μόλο, παρέα με τον φάρο και τους λιγοστούς ψαράδες. Ποιες ήταν οι σκέψεις μου όταν περπάταγα μόνος;

Πόσο σκατά τα έχω κάνει στη ζωή μου∙ και πόσο αξίζει μια βόλτα με τον άνθρωπό σου…

Ένα άλλο τραγούδι λέει, «Κι έμεινα μονάχα, έμεινα μονάχα μια αδειανή ακρογιαλιά κι ένα καλοκαίρι σαν χειμώνας»[3].

_

[1] Στίχος του Βιτσέντζου Κορνάρου από τον “Ερωτόκριτο”.

[2] Στίχος του Δημήτρη Μητσοτάκη από τo τραγούδι “Χάρτινες Σαΐτες”.

[3] Στίχος του Γιώργου Ανδρέου από το τραγούδι “Καλοκαίρι σαν χειμώνας”. Όπου κι ο τίτλος του συγκεκριμένου διηγήματος είναι δανεισμένος από το ομώνυμο κομμάτι.

Δημοσιεύτηκε αρχικά στο fractal