Μέδουσα

Στίχοι: Βασίλης Κυριακόπουλος
Μουσική: Δημήτρης Σιάμπος, Λάμπρος Φιλίππου
Πρώτη εκτέλεση: Yianneis
Τραγούδι: Μέδουσα

«Το μόνο που ονειρεύομαι είναι μια κοινωνία αγγέλλων», αυτό είπε ο Αλέξης και μετά σώπασε. Τώρα άκουγε μόνο τον ήχο της θάλασσας και τους χτύπους της καρδιάς του. Το ξέρει πως τα πολλά λόγια είναι φτώχια και δεν ήθελε πάλι να αρχίζει να ασθμαίνει από τις πολλές σκέψεις, αλλά και τα όνειρα που είχε για αυτήν τη γαμημένη ζωή.

Ο Αλέξης ήταν ο τρελός, ο κακός, ο ζαλισμένος, ο φτωχός, ασυνείδητος, οκνός, φρικτός, καμπουριασμένος και μόνος, αυτά ήταν μερικά μόνο από τα επίθετα που του είχαν ξεστομίσει όλοι οι γνωστοί του κι οι φίλοι του στο χωριό… Βέβαια, αυτός ένιωθε γελοίος, ενοχλητικός κι ακόμη, πως ποτέ δε θα μπορέσει να αγαπήσει κάποιον, και πόσο μάλλον, κάποια. Παρ’ όλα αυτά, συνέχεια ήταν με το χαμόγελο, γελούσε, ό,τι κι αν του συνέβαινε γελούσε, αλλά πίσω από το χαμόγελο του έκρυβε τόσο πόνο, τόσα δάκρυα μα και θλίψη…

Ο Αλέξης και η οικογένειά του ζούσαν μόνιμα σε ένα μικρό παραθαλάσσιο χωριό της Εύβοιας. Τα καλοκαίρια εκείνος πήγαινε κάθε απόγευμα για μπάνιο, μόνος του, δεν ήθελε τους γονείς του, ούτε κανέναν. Για αυτό το λόγο πήγαινε σε μια ερημική παραλία που λεγόταν “Κρεμμύδι”. Καθόταν λίγο, άλλες φορές έκλαιγε, άλλες φορές γελούσε μόνος του, άλλες φορές κυλιόταν στην άμμο, κι άλλες φορές πήγαινε κολυμπώντας σε μια άλλη παραλία που λεγόταν “Ακτή Αφροδίτης”. Φυσικά όταν έφτανε δεν έβγαινε από το νερό, το σώμα του ήταν χάλια, είχε μερικά εγκαύματα και τα κιλά του ήταν πολλά. Το μόνο που έκανε ήταν να κοιτάζει καμιά κοπελίτσα που θα έπαιζε ρακέτες ή θα λιαζόταν στα χέρια του αγοριού της.

Μια μέρα κολυμπώντας από το “Κρεμμύδι” στην “Aκτή Αφροδίτης”, είδε από μακριά μια κοπέλα να κάθεται μόνη της. Πλησίασε στη στεριά όσο πιο κοντά μπορούσε. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να τον δει και να φύγει. Ήταν πολύ όμορφη, ναι, ήταν πολύ όμορφη! Αφού την κοίταξε αρκετά έφυγε, και είπε πως θα ξανά πήγαινε και αύριο, την ίδια ακριβώς ώρα, έστω για να τη δει λίγο. Έτσι κι έγινε, πήγε και την άλλη μέρα. Το κορίτσι πάλι μόνο του. Τριγύρω η εικόνα που έβλεπε ήταν ερωτευμένα ζευγαράκια, μπρατσαράδες να λιάζουν το κορμί τους και χαζογκόμενες να παίζουνε με το κινητό. Εντύπωση του έκανε πως κανείς δεν της μίλαγε, κανείς δεν της έδινε σημασία. Σκέφτηκε να πάει αυτός, μα την ίδια στιγμή το μετάνιωσε. Μα τι στο διάολο να της πει; Ντρεπόταν, φοβόταν και όλα τα συναφή.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Μόνο που σήμερα για κάποιο λόγο είχε μια περίεργη αίσθηση, αυτό που λες πως κάτι κακό θα συμβεί, και συμβαίνει, πάντα. Η απόσταση από την μια παραλία στην άλλη, ήταν γύρω στη μισή ώρα, αρκετό κολύμπι δηλαδή. Έλα όμως που η θάλασσα σήμερα ήταν άγρια. Δεν έδωσε και πολύ σημασία, μιας και ήταν αρκετά σίγουρος για τις ικανότητές του στο κολύμπι –στο μόνο που είχε κάποια ικανότητα, και δεύτερον ήθελε να τη δει! Η ζωή του ήταν τόσο πολύ ανιαρή, έπρεπε να βουτήξει. Λίγο πριν φτάσει στην ακτή, του επιτέθηκε μια μεγάλη μέδουσα, τσούχτρα δηλαδή. Βούτηξε μέσα στο νερό για να την αποφύγει, αλλά δεν μπόρεσε. Τον τσίμπησε! Τρεις φορές! Μία στο πόδι, μία στο στήθος και μία στην πλάτη! Δεν άντεξε από τον πόνο, κι άρχισε να φωνάζει, άρχισε να φωνάζει και να παραλογίζετε «ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ, ΕΙΜΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, ΕΓΩ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΣΑΝ ΕΣΑΣ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΑΠΟ ΕΣΑΣ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΠΙΟ ΜΑΓΚΑΣ, ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΝΤΑΗΣ, ΕΙΜΑΙ…!» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει και λιποθύμησε από τον πόνο.

Με τις φωνές του είχε αναστατώσει όλη την παραλία, βέβαια καταλάβανε όλοι πως ήταν ο Αλέξης, το τέρας του χωριού, και κανείς δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία, ίσα ίσα που χαρήκαν πως θα πάθει κάτι άσχημο… Η μόνη που έτρεξε να δει τι έγινε, ήταν η κοπέλα που ο Αλέξης γλυκοκοίταζε τις τρεις τελευταίες μέρες. Οι υπόλοιποι λουόμενοι της παραλίας γυρίσανε πλευρό κι άρχισαν να καίγονται και από την άλλη πλευρά. Εκείνη όμως κολύμπησε λίγα μέτρα ώσπου και τον έφτασε. Ύστερα έκανε πολύ προσεκτικές κινήσεις για να αποφύγει τις τσούχτρες. Έπειτα, τον έπιασε από τους ώμους και τον έβγαλε μέχρι έξω. Η κοπέλα έκανε πάνω από δέκα χρόνια κολύμπι και έτσι δεν κουράστηκε να τον κουβαλάει. Του έδωσε το φιλί της ζωής· και του έκανε κάποιες μαλάξεις, ο Αλέξης μετά από λίγο επανήλθε.

«Μην με κοιτάς!» αυτή ήταν η πρώτη αντίδραση του Αλέξη. «Μην με κοιτάς!!» ξανά είπε, μιας και το κορίτσι δεν μπορούσε να καταλάβει τι γίνετε. «Η ασθένειά μου μεταδίδετε με το βλέμμα, μην με κοιτάς!!!» ξανά είπε με θυμό και οργή.
«Δεν σε κοιτώ!» ψιθύρισε απορημένο το κορίτσι.
«Ερωτευμένοι εραστές πέθαναν πρώτοι, τι καλά πέθαναν πρώτοι». Χασκογέλασε με έναν υπαινιγμό ο Αλέξης. «Πιο μετά πανικός και χαμός και τρόμος για ζωή». Συνέχισε ο Αλέξης.
«Ποια ζωή; Τι είπες; Ποια ζωή;» Είπε το κορίτσι που φαινόταν να τα έχει χάσει από τον παραλογισμό του Αλέξη.
«Ασθμαίνω. Χαμογελώ. Είπαμε. Είμαι γελοίος».
«Έχω στην τσάντα μου αμμωνία, πρέπει να βάλουμε λίγη για να γίνεις καλά» είπε το κορίτσι με σοβαρό ύφος.
«Το θέλω όσο τίποτε άλλο στο κόσμο».
Το κορίτσι δεν ήξερε αν το έλεγε σοβαρά ή αν έκανε πλάκα, αλλά εκείνη όφειλε, αλλά και ήθελε να του βάλει. Καθ’ όλη την διάρκεια της επάλειψης, ο Αλέξης ένιωθε μια ανατριχίλα, μια ηδονή, μια γαλήνη, ένα συναίσθημα που δεν μπορούσε να το εκφράσει… Έτσι, άρχισε να χαμογελάει με τα σάλια του να στάζουν στο τρεμάμενο πιγούνι του. «Είμαι ενοχλητικός, πολύ ενοχλητικός. ΓΙΑ ΔΕΣΙΜΟ. Ψιθυρίζω: Δεν είμαι σαν εσάς. Εγώ είμαι εγώ. Είμαι ελεύθερος…» είπε χαμογελώντας στην κοπέλα.
Εκείνη μην ξέροντας τι να κάνει, του χαμογέλασε και εκείνη.

Από κοντά ήταν πιο όμορφη. Ήταν το πιο ωραίο πλάσμα που είχε ο Αλέξης δει ποτέ, και επίσης έστω κι αν ήταν στην παραλία, μύριζε υπέροχα, αλλά δεν μπορούσε να την δει σαν γυναίκα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως είχαν γίνει θέαμα σε όλη την παραλία, αλλά και οι δύο το απολάμβαναν. Η κοπέλα προσπάθησε να τον πάρει αγκαλιά. Εκείνος μούγκριζε λίγο, αλλά μετά αφέθηκε.
«Χαμογελάς πολύ ε;» ρώτησε η κοπέλα.
«Χαμογελώ» είπε ο Αλέξης.
«Πού μένεις, δεν σε έχω δει ποτέ» ξανά ρώτησε η κοπέλα.
«Δεν έχεις ακούσει το λυγμό μου που βγαίνει μέσα από το βραχνό λαιμό μου πηχτός, τραβώντας μέσα του πικρό, δηλητηριώδες σάλιο, αίμα και γρέζι. Γρέζι από τον τόρνο που κατεργάστηκε την κρύα σιδερένια καρδιά μου».
«Μα εσύ δεν έχεις σιδερένια καρδιά, κάθε άλλο!»
«Χαμογελώ. Έχει ξεχαστεί η ύπαρξη μου, μήπως δεν υπήρξα ποτέ;» ρώτησε με σοβαρό ύφος ο Αλέξης.
«Μα φυσικά και υπάρχεις, εγώ σε αισθάνομαι!» είπε η κοπέλα κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Χαμογελώ. Μα. Είμαι κάπου μέσα σου» την κοίταξε και εκείνος στα λαμπερά της μάτια.
«Μα τι είναι αυτά που λες Αλέξη μου…»

Ο Αλέξης σηκώθηκε χαρούμενος, πήρε από λίγο πιο δίπλα ένα καφάσι της λαϊκής, το έβαλε μπροστά στα πόδια και ύστερα ξανά κάθισε στην αγκαλιά της κοπέλας, που ακόμα δεν την είχε ρωτήσει το όνομά της… Γύρω του συνέρρεε κόσμος πολύς και όλοι τους αφήναν κατιτίς.

_

Το διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Γραμμόφωνο“.