Του κοριτσιού απέναντι

Έχουμε ξεχάσει την έννοια της γειτονιάς, την έννοια του γείτονα και γενικά το τι θα πει να συνδέομαι. Σχεδόν έχουμε βγάλει από το μυαλό μας τους δεσμούς και τις επαφές. Μιλάμε μόνο μέσα από τις πανοπλίες μας και τώρα μέσα από τις μάσκες μας. Εκεί που χρειαζόταν θάρρος δημιουργήσαμε safe zone, εκεί που υπήρχαν γειτονιές σπείραμε Airbnb. Ευτυχώς, λίγο πριν κλείσουμε την πόρτα στο έτος, τα Χριστούγεννα και γενικά οι γιορτές μας θυμίσουν ό,τι ξεχάσαμε μέσα στη χρονιά.

Ο Στέφανος μετακόμισε πρόσφατα σε ένα μικρό σπίτι στο Παγκράτι. Σε μια γειτονιά, χωρίς πολλά αμάξια και χωρίς πολλούς θορύβους. Ήταν 28 χρονών και το όραμά του ήταν να αλλάξει τον κόσμο. Αρκετά κοινό, αλλά και αρκετά αληθινό για εκείνον. Στο χαρακτήρα είχε έναν περίεργο συνδυασμό, ήταν ετοιμόλογος και ντροπαλός μαζί. Είχε κοντά ελαφρώς σγουρά μαλλιά και μέσα από τα μικρά γυαλιά του είχε μαύρα μάτια. Τα πρωινά δούλευε ως ιδιωτικός υπάλληλος, ενώ την υπόλοιπη μέρα αφιερωνόταν στην αυτοβελτίωση. Διάβαζε βιβλία, έβλεπε ντοκιμαντέρ, άκουγε ομιλίες και γενικά στόχος του ήταν να λάβει γνώση και να τη μεταδώσει. Όμως, τον τελευταίο καιρό τον βασάνιζε πολύ η έννοια της γειτονιάς. Δεν επιθυμούσε να υπάρχουν γειτονιές μιας χρήσης, αλλά να αναγεννηθούν μέσα από τις στάχτες τους. Να ανασχηματιστούν και πλέον να υπάρχει ένα δίκτυο κι ένας κώδικας επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Το καλό με το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν πως ο βαθμός δυσκολίας δεν ήταν πολύ μεγάλος, λόγω των περιορισμένο αριθμό ατόμων.

Κάθε βράδυ εκεί κοντά στις 12 έβγαινε για να κάνει ένα τσιγάρο. Πριν αρχίσει να καπνίζει του ερχόταν πάντα η ίδια ερώτηση, «οι life coacher καπνίζουν;» Άναψε το τσιγάρο και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Ύστερα, κοίταζε όλα αυτά τα κατεβασμένα ρολά και από πίσω έβλεπε μια κοινωνία όμορφη, όλοι να γνωρίζονται και να νοιάζονται για το διπλανό τους. Εκείνη τη στιγμή στο απέναντι ακριβώς σπίτι είδε μια κοπέλα να ξεντύνεται. Αν και ήταν κλειστό το παντζούρι, μπορούσε να διακρίνει τις καμπύλες της από τις γρίλιες. Από ότι καταλάβαινε από τις κινήσεις της είχε βγάλει όλα τα ρούχα και τα εσώρουχα και έμενε όρθια, σχεδόν ακίνητη, υπέθετε πως κοιταζόταν στον καθρέφτη. Από εκεί που δεν το περιμένεις, να βλέπεις μια κοπέλα γυμνή είναι κάπως ωραίο. Την ώρα που έσβηνε το τσιγάρο έκανε μια ανόητη σκέψη, πίστευε πως αυτό ήταν ένα σημάδι, ένα σημάδι πως βρίσκεται σε καλό δρόμο.

Το πλάνο πλέον ήταν ξεκάθαρο. Η ιδέα ήταν ως εξής: αύριο, τη μέρα που λένε τα Κάλαντα θα χτυπήσει μερικές πόρτες ντυμένος Άγιος Βασίλης, θα πει το «Καλήν εσπέραν άρχοντες…» και θα παραδώσει σε όσα σπίτια μπορούσε ένα καλάθι. Ένα καλάθι που θα είχε τρόφιμα, είδη πρώτης ανάγκης, γούρι για τον νέο χρόνο και μία κάρτα που θα έλεγε όνομα, κινητό, διεύθυνση και επίσης θα έγραφε να μη διστάσουν να τον καλέσουν για ό,τι κι αν χρειάζονται. Δεν του περίσσευαν τα χρήματα, μιας και ήθελε κάποιο badget για να κάνει 20 τέτοια καλάθια, αλλά αρχικά ήθελε να δώσει χαρά στον κόσμο και δεύτερον μέσα από την πράξη αυτή θα ένιωθε κι ίδιος χαρά, και αυτή η χαρά είναι ανεκτίμητη.

Ο ήλιος ανέτειλε για την πιο σημαντική μέρα στη ζωή του Στέφανου. Είχε ετοιμάσει από βραδύς τα είκοσι αυτά καλάθια και το μόνο που απέμενε ήταν να ντυθεί Άγιος. Άγιος Στέφανος στο Παγκράτι. Αφού ντύθηκε, βγήκε στο δρόμο για να ξεκινήσει την αποστολή του. Μερικά σπίτια δεν του ανοίξανε καθόλου. Άλλα σπίτια του είπαν να αφήσει ότι έχει στο χαλάκι και να φύγει. Άλλοι άνοιξαν με δισταγμό και καχυποψία. Μία οικογένεια του έδωσε μερικά ψηλά και του έκλεισε την πόρτα. Μία οικογένεια του είπε πως δε χρειάζονται έρανο. Μία άλλη οικογένεια του είπε δεν δέχεται πλασιέ. Μία άλλη οικογένεια του είπε πως σε καιρό κορωναϊού δεν ανοίγουν σε αγνώστους. Μέχρι να πάει στο τελευταίο σπίτι, στο 20ο δηλαδή, είχε δώσει μόνο σε 4 οικογένειες καλάθια. Ήταν τόσο απογοητευμένος με τους περισσότερους γείτονες που ήθελε να κρυφτεί από προσώπου γης. Τελικά, κατάφερε να περπατήσει μέχρι τον επάνω όροφο. Του άνοιξε μια κοπέλα. Της είπε τελείως μηχανικά τα κάλαντα και της άφησε το καλάθι.

«Σε ευχαριστώ πολύ», είπε η κοπέλα και τα λόγια της ακούστηκαν σαν βάλσαμο στην πονεμένη του καρδιά. Από το λίγο που την παρατήρησε εκείνη είχε καστανόξανθα μαλλιά μέχρι τους ώμους και καστανά μάτια. Ελαφρώς γυμνασμένο σώμα και λίγο παλιομοδίτικο στυλ. Ύστερα, έφυγε προς το σπίτι του. Ξεντύθηκε γρήγορα, πέταξε τη στολή στο πάτωμα και κρύφτηκε κάτω από τα σκεπάσματα.

Ξύπνησε αργά το βράδυ με βαριά διάθεση και φανερά απογοητευμένος. Μία στις τέσσερις οικογένειες δέχτηκαν το καλάθι του. Ήταν τραγικό ποσοστό, ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει έτσι… Με τις πιτζάμες που φορούσε πήρε την στολή του Άγιου με σκοπό να την πετάξει στα σκουπίδια. Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του αντίκρυσε στο χαλάκι το καλάθι του. Είδε το καλάθι του γεμισμένο με άλλα πράγματα όμως. Είχε μελομακάρονα, δίπλες, κουλουράκια, έναν αναπτήρα και μία κάρτα που έλεγε: «Το πιο ωραίο δώρο που μου έχουν κάνει. Υ.Γ: η κοπέλα του 4ου ορόφου». Πήρε μια βαθιά ανάσα και τελικά αποφάσισε να κρατήσει την στολή. Λίγο μετά πήρε ένα τσιγάρο και βγήκε στο μπαλκόνι. Καθώς κάπνιζε συσχέτισε την πολυκατοικία που είχε δει τη γυμνή κοπέλα, το τελευταίο σπίτι που είπε τα κάλαντα και την κοπέλα που του άφησε το καλάθι. Ήταν το ίδιο άτομο!

Η ζωή είναι συναρπαστικά όμορφη όταν μαθαίνεις να εστιάζεις στο καλό. Με αυτή τη σκέψη σηκώθηκε. Πήρε πρωινό, έκανε μπάνιο, ντύθηκε κι έβαλε κολόνια. Η όλη διαδικασία τον χαροποίησε· με όλες αυτές τις εξελίξεις σιγά σιγά θα ξεχνούσε πως είναι να περιποιούμαστε τον εαυτό μας. Αφού ετοιμάστηκε είχε σκοπό να πάει στη γειτόνισσα και να τη γνωρίσει. Έτσι κι έγινε. Εκείνη την ώρα έβγαινε ένας γείτονας που είχε δεχτεί το καλάθι του, δεν ήταν σίγουρος αν τον αναγνώρισε, μιας και τώρα δεν φορούσε τη φορεσιά, αλλά παρ΄ όλα αυτά του άνοιξε με χαμόγελο. Ο Στέφανος με αρκετό άγχος τώρα πήρε το ασανσέρ με προορισμό τον 4ο. Χτύπησε την πόρτα και περίμενε. Μέχρι να εμφανιστεί η κοπέλα, διάβασε το κουδούνι της, πλέον ήξερε πως τη λένε. Ύστερα ακούστηκαν βήματα.

-Γεια, είμαι ο Στέφανος.
-Χάρηκα, Όλγα, αλλά ξέρω το όνομά σου…
-Και εγώ ξέρω το όνομά σου, μόλις το είδα στο κουδούνι.

Χαμογελάσανε και οι δύο, περισσότερο από αμηχανία και έπειτα από ένα δευτερόλεπτο το κορίτσι άνοιξε διάπλατα την πόρτα· κάπως έτσι αποκαλύφτηκε το ωραίο της σπίτι. Τα δύο παιδιά κάτσανε στον καναπέ, μιλήσανε, συστηθήκανε, γνωριστήκανε, είπαν για το project του Στέφανου, είπαν και για αυτά που δραστηριοποιείτε η Όλγα, είχαν αρκετά κοινά. Της άρεσε και εκείνης να βοηθάει τον κόσμο. Ήθελε από μικρή να φτιάξει μια πλατφόρμα με εμπλουτισμένο υλικό προς τους γονείς, έτσι ώστε να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους. Συμφωνήσανε πως χρειάζεται μια ισορροπημένη κοινωνία αξιών. Η αλήθεια είναι πως είχαν αρκετή χημεία μεταξύ τους, αλλά και αρκετό άγχος. Η έλλειψη επικοινωνίας όλους αυτούς τους μήνες λόγω του υιού ήταν ολοφάνερη. Τους είχε αφήσει σημάδια σε σημείο να τους επηρεάζει την προσωπική ζωή και την προσωπική ευτυχία. Ο Στέφανος αποφάσισε να φύγει σχετικά γρήγορα, έστω κι αν ήθελε να κάτσει μέχρι το βράδυ. Αποχαιρετιστήκανε δίχως να πουν πότε θα ξανασυναντηθούνε.

Την επόμενη μέρα στις 00.00 ο Στέφανος άναψε τσιγάρο. Την ίδια ακριβώς ώρα άναψαν και τα φώτα της Όλγας· πλέον εκείνος μπορούσε να φαντάζεται το σπίτι της κοπέλας, αλλά και εκείνη. Το παντζούρι άνοιξε μέχρι πάνω και τότε είδε την Όλγα μόνο με το κάτω εσώρουχο. Έκατσε στο κρεβάτι και άρχισε με το χέρι της να τρίβει το μαύρο εσώρουχό της. Παράλληλα έπιανε το στήθος της και δάγκωνε το χείλος της. Ύστερα με περισσότερο πάθος έβαζε δάχτυλο στο μουνί της και κοίταγε έξω. Δεν κοίταζε τον Στέφανο, αλλά έδειχνε να δίνει μια παράσταση για εκείνον. Εκείνος ερεθίστηκε από το όλο σκηνικό και πλέον έπιανε μέσα από την φόρμα του τον πούτσο του. Άναψε και άλλο τσιγάρο μιας και είχε φουντώσει αρκετά και συνέχισε με το άλλο χέρι να χαϊδεύει το πουλί του. Τα σπίτια στο Παγκράτι είναι πολύ κολλητά, οπότε όλα ήταν ευδιάκριτα. Το όλο θέαμα κράτησε λιγότερο από 15’ και έπειτα έκλεισαν τα φώτα. Μετά από λίγο έλαβε ένα sms από άγνωστο κινητό που έλεγε «Ελπίζω να σου άρεσε…» Σωστά, η Όλγα είχε τον αριθμό του μιας και τον είχε γράψει στην χριστουγεννιάτικη κάρτα.

Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς κάποιος να κάνει οποιαδήποτε κίνηση. Εκείνος έβγαινε για το καθιερωμένο του τσιγάρο, αλλά τα φώτα δεν ανάβαν πια. Έκανε μερικές βόλτες στη γειτονιά, αλλά δεν την έβλεπε. Είχε χάσει τα χνάρια της. Το πρωί εκείνης της μέρας αποφάσισε να πάει στην Όλγα και ας συνέβαινε το οτιδήποτε. Ήθελε απλά να την κοιτάξει στα μάτια και να δει πως είναι καλά. Μιας και το ημερολόγιο έλεγε 31 Δεκεμβρίου και τα παιδιά λέγανε τα κάλαντα θα ήταν εύκολο να εισβάλει στην πολυκατοικία. Για αλλαγή χτύπησε το κουδούνι, κάθε δευτερόλεπτο που πέρναγε ανέβαιναν κατά πολύ κι οι σφυγμοί της καρδιάς του.

-Ποιος είναι;
-Είμαι ο Στέφανος από απέναντι.
-Μπορείς να περιμένεις λίγο γιατί είμαι με τα εσώρουχα;
-Αν είσαι με τα εσώρουχα, τότε είναι που δεν μπορώ να περιμένω…

Το κορίτσι του άνοιξε, όντως ήταν με τα εσώρουχα. Εκείνος την κοίταζε σαν να μην έχει ξαναδεί γυναίκα με εσώρουχα. Ήταν ολοφάνερα σαστισμένος.

-Συγνώμη για τον ανορθόδοξο τρόπο να σου πω πως μου αρέσεις, αλλά έχω ξεχάσει να φλερτάρω… εννοώ εκείνο το βράδυ…
-Παραξενεύτηκα, λίγο, αλλά, δεν πειράζει…

Ο Στέφανος άρχισε να κομπιάζει και να μπερδεύεται, λίγο ο αυθορμητισμός της, λίγο ότι ήταν μισόγυμνη, λίγο τα φλογερά της μάτια, λίγο ότι δεν ήξερε τι να κάνει. Αφού πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα αμηχανίας, της είπε:

-Θα μπορούσα να κάτσω λίγο;
-Ναι, φυσικά, πέρασε.

Οι σφυγμοί του επανερχόντουσαν σιγά σιγά και πλέον ένιωθε πιο ήρεμος. Άρχισε να εξερευνεί το σπίτι, να βλέπει μικρές λεπτομέρειες, να κοιτάει από το παράθυρο και να αναγνωρίζει το μπαλκόνι του και για να κερδίσει χρόνο μιας και είχε κάποιο σχέδιο στο μυαλό του, της ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Εκείνη έκανε ότι της ζήτησε και κάθισε στο καναπέ αφήνοντας το νερό. Ο Στέφανος λοιπόν, είχε σχεδιάσει να καθίσει εκείνη πρώτη, για να έχει την ευκαιρία να κάτσει ακριβώς δίπλα της, με σκοπό να τη φιλήσει. Μιλάγανε αρκετή ώρα περί ανέμων και υδάτων, αλλά κανείς δεν έκανε την “παραπάνω” κίνηση. Ακόμα, όσο πέρναγε η ώρα, τόσο γέμιζε με άγχος ο Στέφανος. «Ή τώρα ή ποτέ», σκέφτηκε, και αμέσως μετά έπιασε το λαιμό της Όλγας ελαφριά και πλησίασε το στόμα του στα χείλη της.

Αναστατώθηκε όλο το είναι της Όλγας και πλέον ήθελε να κλάψει από χαρά. Είχε καιρό να νιώσει έτσι. Άρχισε να τον χαϊδεύει και εκείνη. Παντού και στα επίμαχα σημεία. Του ξεκούμπωσε το παντελόνι και άρχισε να δουλεύει πάνω κάτω το όργανο του, πρώτα με το χέρι και μετά με το στόμα της.

-Μπορούμε να κλείσουμε την κουρτίνα; είπε ο Στέφανος.
-Όχι, καλύτερα άφησε την έτσι.

Προφανώς η Όλγα είχε κάποιο φετίχ με αυτό. Τον Στέφανο λίγο τον ένοιαζε, έτσι κι αλλιώς η γειτονιά ούτε τα δώρα του δεν ήθελε…

Φόρεσε προφυλάξεις και έστησε την Όλγα στο τζάμι, εκείνη να κοιτάει το σπίτι του και εκείνος να κοιτάει το πολύ ερεθισμένο μουνί της. Ξεκίνησε να τη γαμάει χωρίς οίκτο και έλεος, σαν αγρίμι που δεν έχει κανόνες. Της Όλγας της άρεσε πολύ. Ύστερα, ο Στέφανος άνοιξε την μπαλκονόπορτα και έκατσε σε μια καρέκλα της. Αφού φίλησε το αιδοίο της μια φορά, την έστησε για το λεγόμενο καρεκλάτο, με την Όλγα από πάνω. Ακόμα, επειδή ήταν μέρα και υπήρχε φως της έκρυψε λίγο το πρόσωπο, να μην δίνουν και πολλά δικαιώματα… Έμπαινε βαθιά μέσα της και το ευχαριστιόταν πάρα πολύ· το κρύο όμως που είχε ισοστάθμισε τις όρεξης του. Την σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στο κρεβάτι που χαϊδευόταν εκείνο το βράδυ. Ο Στέφανος έκανε γρήγορες κινήσεις έτσι η Όλγα τον ρώτησε:

-Γιατί βιάζεσαι να τελειώσεις;
-Βιάζομαι να τελειώσω για να σε ξαναγαμήσω.

Τότε εκείνη χαμογέλασε και αφέθηκε ολοκληρωτικά σε εκείνον.

Όλο το βράδυ της Πρωτοχρονιάς το περάσανε μαζί, κυρίως στο κρεβάτι, στη ντουζιέρα και μερικές φορές στο μπαλκόνι. Το καλό με τις γειτονιές είναι ότι αν έχεις παρτίδες με τις γειτόνισσες και τους γείτονες δε χρειάζεται να στέλνεις μηνύματα στο 13033. Να ένας σημαντικός λόγος για την επανένωση της γειτονιάς! Καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και μέχρι που σήμανε δώδεκα το βράδυ τα δύο παιδιά το είχαν κάνει 5 φορές. Μάλιστα την τελευταία φορά ο Στέφανος τελείωσε μέσα στον κωλαράκι της Όλγας. Σίγουρα για την Όλγα “μπήκε” πολύ καλά η χρονιά. Όσον αφορά τον Στέφανο και το εγχείρημά του, θεωρήθηκε “πετυ-χυμένο”.

_

Μοντέλο: Olga Muse
Φωτογράφος: Simon Roser