Η λογοτεχνία που πληγώναμε – Γιώργος Ευθυμίου

Ανάθεμα κι αν καταλάβαινα τι συνέβαινε με όλους αυτούς τους αυτοαποκαλούμενους ποιητές και πεζογράφους της γενιάς μου. Έλλειψη ταλέντου; Έλλειψη αντίληψης της εποχής; Μαϊντανοί κάθε είδους βαυκαλίζονταν με την επιθυμία να δουν τον εαυτό τους τυπωμένο σε παχύ χαρτί. Έτσι, εμπιστευόντουσαν τα γραπτά τους σε εκδοτικούς οίκους, σε οποιονδήποτε εκδοτικό οίκο, αρκεί ο τελευταίος να ήταν διατεθειμένος να σφραγίσει το μπροσθόφυλλο και το οπισθόφυλλο του ενδεχόμενου βιβλίου με το λογότυπο και την επιγραφή του. Και οι εκδοτικοί οίκοι ήταν διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα, αρκεί να πληρώνονταν για αυτό. Και πληρώνονταν πολύ καλά μάλιστα. Έπειτα τύπωναν καμιά πεντακοσιαριά αντίτυπα, τα διακόσια τα χάριζαν στους συγγραφείς, που τα είχαν πληρώσει διπλά και τετράδιπλα, και οι συγγραφείς με τη σειρά τους τα χάριζαν σε φίλους και σε άλλους επώνυμους-άσχετους, καθώς έτσι είθισται, που κατά κάποιον αυθαίρετο τρόπο θα μπορούσαν να ταΐσουν τη ματαιοδοξία τους. Ο εκδοτικός οίκος συνέχιζε το αλισβερίσι του πολύτιμου βιβλίου. Έστελνε περίπου εκατό αντίτυπα δεξιά και αριστερά για «λόγους προώθησης», και τα υπόλοιπα σκάρτα διακόσια αντίτυπα που απέμεναν, διανέμονταν στα ράφια των βιβλιοπωλείων για να καταλήξουν μετά από λίγο καιρό σε κάποιο πατάρι, κάτω από παχύ στρώμα σκόνης, ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους τίτλους βιβλίων που στριμώχνονταν σε μεγάλες κούτες που έφεραν την επιγραφή «έλλειψη ζήτησης». Λίγο πολύ αυτή είναι η κατάσταση.

Αυτή και ταλέντο είχε και αντίληψη. Και ούτε την ανάγκη να εισχωρήσει τον εαυτό της σε κάποιον τίτλο. Ήθελε όμως με μανία να εκδίδει τα γραπτά της και ήταν διατεθειμένη να καταπιεί όλον τον καρκίνο από τις ωοθήκες της λογοτεχνίας, και να διασχίσει όλο αυτό το βούρκο που απαιτείται να διασχίσει κάποιος που επιθυμεί να εκδώσει το οτιδήποτε. Αρνούταν πεισματικά να δημοσιεύσει σε κάποιο άλλο μέσο. Αρνούταν να διοχετεύσει τα γραπτά της σε κάποιο ιστολόγιο, ή σε κάποιο περιοδικό ή σε οποιονδήποτε άλλο χώρο στο διαδίκτυο. Όχι, αυτή θα εξέδιδε! Όλους αυτούς που είχε αγαπήσει, και δεν ήταν και λίγοι (Πεσσόα, Κορταζάρ, Σελίν, Μπέρνχαρντ, Κέϊν, Τρακλ, Καραπάνου, Ιωάννου και άπειρους άλλους) τους είχε αγαπήσει μέσα απ’ τα βιβλία τους. Μόνο από τα βιβλία τους και από πουθενά αλλού. Αντιθέτως, δεν αγάπησε ποτέ κανέναν μπλόγκερ, ή κανέναν αρθρογράφο του Protagon, του Ποιείν ή του Toutestin. Κανέναν συντάκτη της lifo ή του Κουκουτσιού. Ούτε καν την ερέθιζαν. Κι αν την ερέθιζαν ήταν κάτι παροδικό. Το ερέθισμα έμοιαζε πρόστυχο, φτηνό και ανάρμοστο. Και δεν είχε και άδικο εδώ που τα λέμε, αν αναλογιστεί κανείς όλη αυτή την βία και αγωνία που συναντά κανείς στους παραπάνω χώρους που μάχονται και οδύρονται για να επιπλεύσουν σε μια φαύλα εικονική αναγνωρισιμότητα, για να μην τους καταπιεί ο ορυμαγδός της υπερπληροφόρησης. Όχι. Εκείνη ήθελε να εκδώσει το βιβλίο της. Την συνάρπαζε η ιδέα να αγαπηθεί από αγνώστους. Από αγνώστους, όχι επειδή δεν τους γνώριζε, αλλά επειδή δεν θα τους γνώριζε ποτέ. Η ιδέα ότι θα της αποδιδόταν μια άγνωστη αγάπη. Μια αγάπη για την οποία δεν θα γνώριζε τίποτα. Μια εντελώς παράδοξη αγάπη, τελείως ψεύτικη και τελείως αληθινή.

Πηγή:http://toutestin.com/2013/06/25/%CE%B7-%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%BF%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%BB%CE%B7%CE%B3%CF%8E%CE%BD%CE%B1%CE%BC%CE%B5/

photographer: Ann Mansolino