πρόσμειξη η [prózmiksi] Ο33 : προσθήκη και ανάμειξη μιας ουσίας με μια άλλη ή ενός στοιχείου, π.χ. γλωσσικού, πολιτιστικού κτλ., με ένα άλλο που είναι και το κυρίαρχο. α. (χημ.) κάθε ξένη ύλη που περιέχεται σε ένα, μη καθαρό χημικά, προϊόν. β. στη μεταλλογνωσία, κάθε ξένη ύλη που περιέ χει ένα ορυκτό ή ένα μετάλλευμα:Kαθαρός σίδηρος, χωρίς προσμείξεις.
[λόγ. < αρχ. πρόσμειξις `πλησίασμα, επίθεση΄ (-σις > -ση) κατά τη σημ. του προσμειγνύω, σημδ. αγγλ. admixture]