Η πολυκατοικία

Έχετε δοκιμάσει ποτέ, πόσο αναπαυτικά είναι τα σκαλιά μιας ξένης πολυκατοικίας; Μιας πολυκατοικίας με μεγάλο κήπο, τραπέζι, κόκκινες τριανταφυλλιές και που είναι λίγο πιο δίπλα από εκεί μου μένετε;

Ο Χρήστος γνώρισε την Άννα σε ένα μαγαζί ανταλλαγής ρούχων. Είχανε πάει και οι δύο για τον ίδιο σκοπό, για να αλλάξουν μερικά ρούχα που δεν τα είχαν ανάγκη πια. Ακόμα, τις τελευταίες μέρες δεν τους περίσσευαν λεφτά, για να αγοράσουν κάτι καινούριο, οπότε έπρεπε να βρουν άλλες λύσεις στη ζωή τους. Ο Χρήστος πήγαινε για πρώτη φορά σε ένα τέτοιου είδους μαγαζί και έτσι δεν είχε πάρει μαζί του πολλά ρούχα, μόνο ένα παντελόνι. Το συγκεκριμένο παντελόνι του το είχαν κάνει δώρο πέρσι στα γενέθλιά του, όταν έκλεισε τα 23. Η Άννα πάλι, ήταν με δύο φίλες της και από τα ρούχα που είχαν φέρει μαζί τους, φαινόντουσαν ότι είχαν ξαναεπισκεφτεί το συγκεκριμένο μαγαζί• είχανε κουβαλήσει μια ντουλάπα η κάθε μία…
Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πήγε προς το μέρος της και της είπε:
―Αυτή εδώ η μπλούζα θα σου πήγαινε!
―Λες; Του είπε δίνοντας του ένα χαμόγελο…
Πράγματι, την δοκίμασε και ήταν πολύ καλή πάνω της. Δεν είπαν πολλά στο μαγαζί, αντάλλαξαν μόνο ονόματα και αριθμούς.

Το πρώτο ραντεβού τους διέφερε από τα συνηθισμένα. Εξάλλου ο Χρήστος απεχθανόταν το λογικό, πάντα του άρεσε το αντισυμβατικό, το ελεύθερο. Δεν επέλεξε να την βγάλει σε κάποιο ακριβό εστιατόριο, ούτε σε κάποιο μαγαζί της παραλιακής για να την εντυπωσιάσει, θα μπορούσε βέβαια, με πολλές οικονομίες, αλλά δεν ήθελε, δεν ήταν φτιαγμένος για «ένδοξα Παρίσια*». Στα μηνύματα που της έστειλε της είπε: «πες μου που μένεις και μην ντυθείς πολύ καλά». Ποιο αγόρι όμως λέει σε μία κοπέλα, να μη βάλει ωραία ρούχα, ειδικά στο πρώτο ραντεβού; Η Άννα δέχτηκε, αφού ένα από τα τελευταία της μότο, ήταν να δοκιμάσει καινούρια πράγματα και καταστάσεις… Ταιριάζανε τα χνώτα τους μέχρι στιγμής. Ώρα συνάντησης είχαν ορίσει τις 6 το απόγευμα. Έτσι ο ήλιος έδυε αρκετά αργά, αφού βρισκόμασταν στα μέσα του Αυγούστου• κανένα όμως από τα δύο παιδιά δεν είχε φύγει για διακοπές. Ο Χρήστος έμενε στον Νέο Κόσμο και η Άννα στο Παλαιό Φάληρο. Μια διαδρομή που ο Χρήστος την έκανε 15’ με το ποδήλατό του. Δεν έτρεξε και πολύ, δεν ήθελε να ιδρώσει. Κλείδωσε το χωρίς φρένα ποδήλατό του μερικά στενά μακριά από το σπίτι της, και αυτό επειδή ήθελε να περιπλανηθεί λίγο στη γειτονιά της. Φτάνοντας στο σπίτι της, της έκανε μια αναπάντητη και εκείνη μετά από 5’ κατέβηκε.

Η Άννα είχε ντυθεί απλά, είχε ακούσει τον Χρήστο. Φόραγε ένα τζιν σορτσάκι και την “καινούρια” μπλούζα που είχε ανταλλάξει – την μπλούζα που της είχε διαλέξει εκείνος. Έδειχνε πιο όμορφη τώρα, από ότι στο μαγαζί, έστω κι αν δεν είχε βάλει τα καλά της ρούχα. Είχε αφήσει ελεύθερα τα ξανθά μακριά μαλλιά της και τα καστανά μάτια της έλαμπαν, δεν τα σκέπαζαν το αϊλάινερ και η μάσκαρα.
―Γεια!
―Γεια σου!
―Πού πάμε; Ρώτησε η Άννα με περιέργεια.
―Από εδώ, έγνεψε ο Χρήστος.
Περπατάγανε αργά, πολλές φορές σταματάγανε για να δώσουν έμφαση στα λόγια τους και κοιταζόντουσαν στα μάτια. Ήταν πραγματικά σαν να μην τους ένοιαζε τίποτα άλλο εκείνη την στιγμή, από το πως θα εντυπωσιάσουν τον διπλανό τους με αυτά που είχαν κάνει στο παρελθόν. Είχαν ξεχάσει για λίγο τα προβλήματα της καθημερινότητάς. Περπατάγανε με την απόλυτη ηρεμία και ελευθερία, εξάλλου όλη η ζωή ανοιγόταν μπροστά τους, με τα καλά και τα άσχημα.

Ύστερα από λίγο περπάτημα, ο Χρήστος είδε μια ωραία πολυκατοικία.
―Έλα να μπούμε μέσα.
―Πού; Εδώ; Αφού είναι ξένη η πολυκατοικία!
―Και τι σημασία έχει;
Η πολυκατοικία απ’ έξω έλεγε Ερατούς 39. Η Άννα δεν είχε δει ποτέ αυτήν την πολυκατοικία ή μάλλον δεν την είχε προσέξει ποτέ, παρ’ όλου που ερχόταν συνέχεια από αυτόν το δρόμο με τ’ αμάξι, για να πάει στην σχολή της. Άνοιξαν δειλά δειλά την μικρή καγκελένια πόρτα, και μαζί με αυτήν, άνοιξε διάπλατα ένας επίγειος παράδεισος. Η πολυκατοικία δεν ήταν σύγχρονη, δεν είχε στην αυλή της σιντριβάνια και πισίνες, κάθε άλλο, ήταν ένα παλιό κτίσμα που απλά είχε έναν ωραίο και μεγάλο κήπο. Μπήκανε μέσα με μια περίεργη αίσθηση, μια αίσθηση γλυκιάς αγωνίας για κάτι που συμβαίνει πρώτη φορά. Ο Χρήστος πήγε κατ’ ευθείαν στις τριανταφυλλιές, όπου δεν έμοιαζαν απόλυτα ανθισμένες… παρ’ όλα αυτά, τις έκοψε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο, και της το πρόσφερε με ένα χαμόγελο.
―Μυρίζει υπέροχα, είπε η Άννα.
Ύστερα, μπήκαν πιο μέσα. Είδαν ένα πράσινο μεταλλικό τραπέζι και προχώρησαν προς τα εκεί. Κάθισαν να ξαποστάσουν κι άρχισαν να μιλάνε για τη ζωή… Για τις έγνοιές τους, για την αλλήθωρη γενιά τους, και γενικά τι τους χαλάει στο σήμερα.

Συζητήσανε για τον εγωισμό, για την απάθεια, που μαστίζει ολοένα την κοινωνία. Για την μοναξιά που έχει γίνει μόδα, αλλά και για την κρίση που παθαίνουν οι άνθρωποι όταν αντιληφτούν πως είναι ερωτευμένοι… Μίλησαν κι για άλλα, πέρα από τα άγχη τους και τις ανησυχίες τους. Όρισαν τις λέξεις ουρανός, δέντρο, μπαλόνι, γειτονιά… Μίλησαν για τα αγαπημένα τους τραγούδια, για τα αγαπημένα τους χρώματα… αλλά και για τις διακοπές που θα ήθελαν να πάνε και δεν πήγαν. Μέσα από τον διάλογο ξεχάσανε την αγκιστρωμένη συσκευή που έχουν πάνω τους και που λέγεται ρολόι. Μετά από λίγο σηκώθηκαν, δεν τους ικανοποιούσε το τραπέζι, θέλανε να κάτσουν κάπου που θα είναι πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Κάθισαν σε κάτι σκαλάκια που βρισκόντουσαν στην είσοδο της πολυκατοικίας, μπορεί να μην ήταν τόσο αναπαυτικά σαν τις καρέκλες, αλλά τώρα αισθανόντουσαν δίπλα! Παρ’ όλα αυτά, βολεύτηκαν σαν να ήταν οι μόνοι ένοικοι, σαν να ήταν οι μόνοι ένοικοι σε αυτόν τον κόσμο! Ο Χρήστος της έπιασε το χέρι, εκείνη έδειχνε να ανταποκρίνεται. Πιασμένοι και οι δύο, ένιωσαν τη δύναμη, αλλά και την αδυναμία που έχει ένα σώμα… Γελάγανε, γελάγανε όσο πιο δυνατά μπορούσαν, σαν να ήταν η τελευταία φορά που θα γελάσουν! Πια, είχανε διώξει όλο το άγχος του πρώτου ραντεβού, αλλά και την αγωνία της άγνωστης τοποθεσίας. Κανείς δεν τους έβλεπε, κάνεις δεν τους άκουγε. Κανείς δεν τους παρακολουθούσε από την κλειδαρότρυπα. Ή σχεδόν κανείς, αφού πίσω από το μέρος που καθόντουσαν υπήρχε το γκαράζ, και κάποιος έπλενε το αυτοκίνητό του. Ήταν ο κηπουρός της πολυκατοικίας, το κατάλαβαν από τα ρούχα που φόραγε, αλλά αντί να ποτίζει τις τριανταφυλλιές, πότιζε τ’ αμάξι του… Φιληθήκανε. Τότε, το μόνο που ακουγόταν, σε αυτό τον μικρό δρόμο του Φαλήρου, ήταν οι χτύποι της καρδιάς τους, που χτυπούσαν δυνατά και χωρίς κάποιο ρυθμό. Σταματήσανε. Ο Χρήστος έβλεπε όχι με την άκρη, αλλά με το πιο γεμάτο βλέμμα, τα ελάχιστα απροκάλυπτα σημεία που άφηνε η μικρή Άννα να φανούν. Μπήκε μέσα στο σώμα της με τα μάτια. Ξαναγελάσανε. Μύρισε τα μαλλιά της, χάθηκε μες τη ζωή από το άρωμά της. Μια ελαφριά παράνοια, αλλά και ένας πόθος ηδονής αγκάλιασαν τις πέντε του αισθήσεις.

Η Άννα πήγε να ξαναφιλήσει τον Χρήστο, μα εκείνος την σταμάτησε απότομα. «Σήκω», της είπε, και την έπιασε από το χέρι. Πήγαν και στάθηκαν ακριβώς στο χαλάκι της πολυκατοικίας, μπροστά από το θυροτηλέφωνο. Ο Χρήστος άρχισε να πατά με μανία ένα-ένα τα κουδούνια, όλα, χωρίς καμία εξαίρεση, από πάνω μέχρι κάτω, και αυτά από τους οφθαλμίατρους και τους παθολόγους… «Τι κάνεις;;;», τον ρώτησε απορημένη. Της Άννας αυτή η κίνηση της θύμισε τότε που λέγανε τα κάλαντα, και για να κερδίσουν χρόνο πάταγαν όλα τα ονόματα, μέχρι να τους ανοίξει κάποιος και να μπουν μέσα. Μείνανε έτσι αγκαλιασμένοι και περιμένανε τις πρώτες αντιδράσεις. Άργησαν να απαντήσουν, και έτσι ο Χρήστος ανακάλυπτε ολοένα το σώμα του κοριτσιού… Ακούστηκε το πρώτο «ναι;», τότε ο Χρήστος χάιδεψε την Άννα πίσω στο λαιμό. Ακούστηκε το πρώτο «παρακαλώ;», τότε την φίλησε στο μάγουλο. Ακούστηκε το πρώτο «ποιος είναι;», τότε ο Χρήστος δάγκωσε ελαφριά τα χείλη της. Ακούστηκε το πρώτο «ορίστε;», τότε ένωσε την γλώσσα του, με την δικιά της. Ακούστηκε το πρώτο «δουλειά δεν έχετε εσείς;», τότε ο Χρήστος κράτησε σφιχτά την Άννα από το χέρι και άρχισαν να τρέχουν προς την έξοδο, μακριά από τον κήπο. Βέβαια, οι φωνές από το θυροτηλέφωνο δεν σταμάτησαν, -ακόμα κι αν δεν έβλεπαν κανέναν στην οθόνη- συνέχισαν κάποιοι να φωνάζουν και με μεγαλύτερη ένταση και να λένε: «δρόμο απ’ εδώ παλιόπαιδα!».

Έτρεξαν ακόμα λίγο μέχρι που λαχάνιασαν. Έμειναν ακίνητοι για ώρα. Κοιταχτήκανε στα μάτια. Αγκαλιαστήκανε. Συμφωνήσανε και οι δύο, πως θα συναντιούνται σε πολυκατοικίες και θα χτυπάνε τα κουδούνια μέχρι να κουραστούν. Μέχρι να πονέσουν τα χείλη τους από τα φιλιά. Μέχρι να εμφανιστεί κάποιος και να τους πει: «δώσατε χρώμα στην μέρα μου», έστω κι αν η οθόνη είναι πάντα ασπρόμαυρη…

_

*Στίχος από τον “Άμλετ της Σελήνης”, του Μάνου Ελευθερίου
Το συγκεκριμένο διήγημα γράφτηκε Νοέμβρη του 2013

Συνέντευξη: Ηλεκτρονικός Λογοτεχνικός Διαγωνισμός Διηγήματος: «Ο Έρωτας στα Χρόνια της Κρίσης», Γνωρίστε τους Βραβευθέντες!
Βιβλίο: https://itunes.apple.com/us/book/o-erotas-sta-chronia-tes-krises/id1057211797?mt=11