Ο Μάνος Ελευθερίου αφενός μας έδωσε το αλφαβητάρι, αλλά αφετέρου μας ξεκαθάρισε πως η ζωή θα είναι δίκοπη. Θα έχει ένδοξα Παρίσια, αλλά και φάρμακα στις ντουλάπες, στα μπαούλα και στα σκρίνια. Θα έχει ατέλειωτες εκδρομές, αλλά και στιγμές που θα πρέπει να δώσουμε παράσταση σε άδειο θέατρο. Τα χρόνια μας θα είναι σαν τριαντάφυλλα ξερά μες στα βιβλία και τα τραγούδια μας θα έχουν παραπονεμένα λόγια. Θα ξεκινήσουμε χωρίς βαλίτσα και παλτό να προλάβουμε το τρένο για την Κατερίνη, αλλά το τρένο ήταν στα όνειρά μας. Βέβαια, στο δρόμο μας θα συναντήσουμε τον Άμλετ της βροχής, τον Άγιο Φεβρουάριο, τους Αργοναύτες, την Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Σταμάτη Κομνηνό, τον κουρέα άλλων χρόνων, τους σταθμάρχες, αλλά και τους φίλους μας… Όμως, επειδή πάντα κάτι μένει στα χρόνια της υπομονής, θα προσπαθήσουμε με νύχια και με δόντια να μην είμαστε άλλοι, να τα βάλουμε με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια, με τα ρολόγια και να βρούμε τελικά ποιος τις ζωές μας κυνηγά. Παρ’ όλα αυτά, κάπου θα υπάρχει ένα νησί, κάπου μεταξύ του σπιτιού τη σάλα, κάτω απ’ τη μαρκίζα και στον αγγέλων τα μπουζούκια… Ελεύθεροι και ωραίοι όπως θα είμαστε, θα επιβεβαιώσουμε τον στίχο από έναν από τους μεγαλύτερους σοφούς που είχε αυτός εδώ ο τόπος: τα τραγούδια που ‘χω γράψει τα φοβάμαι μήπως βγούνε κάποια μέρα αληθινά.