Μια φορά και έναν καιρό ήταν η Εντάξει και ο Εντάξει. Ο Εντάξει πρότεινε στην Εντάξει να παντρευτούν, βρε αδελφέ, να μπουν σε μια τάξη. «Εντάξει», αποκρίθηκε η Εντάξει. Μια συμφωνία όμως που δεν έγινε εντάξει…
Τα δυο Εντάξει ήταν αρκετά χρόνια μαζί, περίπου στα δεκάξι. Βγαίνανε, συζητούσανε, γελάγανε, μεθάγανε, όλα ’δείχνανε υπέροχα, σαν την κάθε στιγμή να ’χαν αδράξει. Όποιος και αν τους έβλεπε θα έλεγε πως ταιριάζουν απόλυτα, ήταν ο ένας για τον άλλον, μη βρέξει και μην στάξει. Αγαπιόντουσαν παράφορα, όπως τα παραμύθια, ήταν έρωτας από μετάξι.
Τα σύγχρονα παραμύθια όμως έχουν αλλάξει. Ξεκίνησαν να μην εκφράζονται, ούτε αγγιζόντουσαν όπως πρώτα, είχαν κατασταλάξει. Άτιμο πράγμα η συνήθεια, αν δεν γίνει δημιουργία, μπορεί να κατασπαράξει. Φτάσανε τελικά στο σημείο να μοιάζουν, να μοιάζουν σαν να έχουν από την ίδια ρώγα βυζάξει.
Μια μέρα ο Εντάξει είπε στην Εντάξει πως «αν ραγίσει το γυαλί, δεν μπορεί να ξαναφτιάξει». Εκείνη δεν το παραδεχόταν, έλεγε, «Θεός φυλάξει». Ούτε όμως ο Θεός μπόρεσε την γνώμη τού να αντιτάξει. Όλα μοιάζανε ως μια τετελεσμένη πράξη.
Εκείνη κοίταγε τον ουρανό κάθε μέρα μέχρι ο ήλιος να χαράξει. Παρέμεινε καιρό σιωπηλή, δεν ήθελε τον πόνο της να υποτάξει. Ίσα ίσα που ήθελε να θυμάται το άρωμά του, φορώντας την μπλούζα του που της ήταν μάξι. Έψαχνε τρόπους τα νερά να αναταράξει, έστω ένα βλέμμα με εκείνον να ανταλλάξει, θα έμοιαζε με το καλύτερο δώρο που της έχουν τάξει.
Εκείνος ήταν μπερδεμένος, αισθανόταν πως δεν της έδωσε χρόνο και πως την είχε ξεπετάξει. Πώς φτάσανε στο σημείο να μισιούνται, όταν της έλεγε «κανείς δεν θα σε πειράξει». Άλλες φορές ένιωθε σαν να έκανε κάποιο έγκλημα, σαν κάτι κακό να είχε διαπράξει. Αυτά σκεφτόταν το πρωί καπνίζοντας στο αμάξι.
Τα χρόνια πέρασαν και ο έρωτάς τους έμοιαζε με πλοίο που έχει προσαράξει. Σαν δυο παράλληλα σχοινιά που δεν είχαν έστω ένα κοινό σημείο να ταιριάξει. Άφησαν την αγάπη να πετάξει και πίσω να μην κοιτάξει.
Endτάξει. Endτάξει.
_
Cover: andrea hernandez