Ο βυσσινόκηπος

Μες στις λέξεις μου φωλιάζει ένα δέντρο μοναξιάς
και το πνίγω σε ένα κύμα, που περνάει
μα σου ψιθυρίζω λόγια που δεν άκουσες ποτέ
και πολλά που το μυαλό σου, δε χωράει

Η φωνή σου διαπερνάει τις στιγμές που δεν κρατούν
και τις κάνει να φωνάζουν, με το σώμα
στις αισθήσεις παραβγαίνω να μου δείξουν πως μπορώ
να κρατήσω το φιλί σου, λίγο ακόμα

Και τα μάτια μου θολώνουν στη δική σου τη ματιά
που με κέρασες κεράσια ένα βράδυ
και η γλύκα τους με κάνει στα αλήθεια να απορώ
πως οι άνθρωποι νηστεύουν και το χάδι

Και στα βυσσινιά σου χείλη την ανάσα μου ξεχνώ
και κομπιάζω όταν βήχεις, στους χειμώνες
και του παραδείσου οι κόρες σε ζηλεύουν σαν κρασί
που δεν ήπιανε ποτέ τους, στους αιώνες

Και του ουρανού οι ρίγες χρωματίζουν τα λεπτά
τα λεπτά που τρέχουν πάλι και περνάνε
και τα χέρια σου γλιστράνε, σαν τους δείκτες ρολογιού
που όλο θέλουν να γυρίσουν, μα ξεχνάνε