Η θάλασσα κρεμιέται στις φωνές
σ’ αυτές που για αγάπες δε μιλάνε
το σώμα να νικήσουν με στιγμές
τη τέρψη προσπαθούν να λησμονάνε
Τα κύματα στολίζουν το λαιμό
φορώντας του μια γεύση απ’ αλμύρα
στα πάθη να φορέσουν φυλακτό
να αποστραφούν απ’ τη κακιά τη μοίρα
[R]
Με εμπνεύσεις χρωματίζουν τις νυχτιές
κι αποστηθίζουν φράσεις ποιημάτων
τις ώρες που θα έρχονται οι φωνές
από τον άλλον ήχο των κυμάτων
Τα βράχια προτιμούν απ’ τη στεριά
γιατί η στεριά τους φέρνει μια ναυτία
τα λόγια τους θυμίζουν ξαστεριά
μα οι πράξεις τους θολή φωτογραφία
Τις μέρες που φοβούνται να ξυπνούν
σκεπάζονται με καθαρό σεντόνι
στους δρόμους πάλι μόνοι τριγυρνούν
να βρούνε κάτι για να τους λυτρώνει
Κι ο δρόμος τους πηγαίνει στις ακτές
εκεί που τα αινίγματα θα λύσουν
με ικεσίες και με προσευχές
σκιές από το σώμα τους να σβήσουν