Γιατί άραγε είμαστε τόσο ομιλητικοί μπροστά από τον υπολογιστή και πίσω από αυτόν σιωπούμε; Γιατί με τόση μανία αλλάζουμε τα στάτους μας; Τι άραγε είναι οι περίφημες “καταστάσεις”; Τα τατουάζ που θέλαμε να χαράξουμε; Οι κραυγές που δε βγάλαμε; Ή μήπως τα τραγούδια που δεν τραγουδήσαμε και δε χορέψαμε ποτέ;
Όσο κυλάει η ζωή, τόσο πιο αθόρυβη γίνεται. Λες και ψάχνουμε απεγνωσμένα κάθε πρωί που ξυπνάμε, να πατήσουμε το πλήκτρο με τους σιωπηλούς τόνους, και έτσι με ένα κουμπί, να βάλουμε όλη τη ζωή μας στη σίγαση! Στόχος μας είναι δηλαδή, να ακούγεται επί μονίμου βάσεως, μια εκκωφαντική σιωπή!
Βέβαια προσπαθούμε, προσπαθούμε με καταστραμμένους τρόπους και κομμένα φτερά να πετάξουμε, και όταν βρούμε κάτι —που ξέρουμε εξ’ αρχής ότι θα ‘χει ημερομηνία λήξης— ανατρέχουμε σε στήλες με ζώδια και σε σελίδες με ωροσκόπια, για να μάθουμε πόσους οργασμούς θα ‘χουμε…
Βγαίνω έξω να περπατήσω και συναντάω ανθρώπους που μου λένε να ενισχύσω την οργάνωσή τους, για τα άτομα με ειδικές αναπηρίες, τουλάχιστον έτσι μου λένε… τους κοιτάζω με απόγνωση και τους λέω τις δίκες μου ψυχικές αναπηρίες ποιος θα μου τις ενισχύσει; Με κοιτάζουν και αυτοί με τη σειρά τους με ένα βλέμμα απάθειας… Ύστερα, βάζουν το χέρι στην τσέπη και μου αφήνουν 1€, ότι κέρμα έχουν τέλος πάντων. Τους λέω δε θέλω λεφτά, συναισθήματα θέλω, στιγμές! Φεύγουν δίχως να μου πουν τίποτα, χωρίς να βγάλουν ούτε λέξη, ούτε καν άχνα…