Ξέθαψα στην κυριολεξία ένα παλιό μου τετράδιο που είχα σε ένα συρτάρι. Στις τελευταίες σελίδες λοιπόν, είχα γράψει αυτό εδώ το κειμενάκι. Είναι γραμμένο πριν από περίπου δέκα χρόνια! Το αναρτώ ατόφιο. Δείξτε κατανόηση.
Έκλεισα τα μάτια και έκατσα ξαπλωμένος στο γυμνό χώμα. Το μόνο χρώμα που μου ήρθε στο μυαλό, ήταν το κόκκινο των χειλιών. Των δικών σου χεριών, που με άγγιζαν και με φίλαγαν. Μίλαγαν στη ψυχή, με την γλώσσα της καρδιάς. Εκείνης της βραδιάς, που συγκίνηση ήταν το μόνο πράγμα. Κλάμα που έβγαινε από χαρά και μετά αντισφαίριση των δύο σωμάτων. Πραγμάτων που έγιναν με ακρίβεια φτερού. Γιατρού που δεν είχε διάγνωση. Ανάγνωση τεσσάρων ματιών! Και έτσι, όπως ήσουν ιδρωμένη, στο πλευρό μου βρεγμένη, ένιωσα τη βροχή σε καθαρή ημέρα. Τρελά όνειρα φαντάστηκα σε κλάσματα δευτερολέπτου, πως φορούσες το λευκό σου φόρεμα και στέμμα, κι η ζωή δεν είναι ψέμα…