Εμείς δεν ήμασταν έτσι· ήμασταν παιδιά, δυο ανόητες υπάρξεις γεμάτες ερωτηματικά και τρόμο για όσα συνέβαιναν γύρω τους. Και ό,τι κάναμε το κάναμε γιατί απ’ αυτό τι υλικό ήμασταν φτιαγμένοι: απ’ το εύθραυστο υλικό που φτιάχνονται τα έμβρυα –γιατί ποιος λογικός άνθρωπος δε βλέπει ότι ποτέ δεν αποκοπήκαμε από τον ομφάλιο λώρο μας, από μια πληγωμένη μήτρα που ψυχορραγούσε καθώς πάσχιζε να μας ξεράσει σε τούτο τον κόσμο; Ο Μάικλ είχε δίκαιο. Όσο και να πασχίζουμε να φέρουμε τη ζωή στα μέτρα μας, αυτή μας ξεπερνάει, μας αφήνει να αποκοιμηθούμε εξοντωμένοι από την κούραση και την απελπισία της μέρας. Εκεί που νομίσαμε ότι την καταφέραμε να μας κάνει ένα χατίρι, εκείνη ξεγλιστράει μέσα απ’ τα χέρια μας σαν πόρνη τελευταίας κατηγορίας. Ερωτευτήκαμε ένα πληγωμένο αιδοίο· και αυτό θα μας γιουχάρει, θα μας χλευάζει αιώνια. Την πατήσαμε σαν πρωτάρηδες: πέσαμε στα γόνατα μιας ζωής που μας υποσχέθηκε λίγη ζάχαρη στα χείλη.
_
σελ. 240-241
Δημήτρης Σωτάκης – Η ανάσταση του Μάικλ Τζάκσον
Εκδόσεις Κέδρος, 2014