Μαρούσι | Το φαινόμενο της πεταλούδας

Σε αυτό το σταθμό άρχισε να συναντάει τους πρώτους ανθρώπους. Σκέφτηκε πως είναι περίεργο να τον δουν μαζί με την πεταλούδα, αλλά αυτόματα έδιωξε τη σκέψη αυτή. Οι άνθρωποι είναι τελείως αδιάφοροι, οι περισσότεροι κυκλοφορούν με σκυμμένο το κεφάλι και σχεδόν ποτέ δε σε κοιτούν στα μάτια. Είναι τόσο αναίσθητοι που ακόμα κι αν έχεις πέσει καταμεσής του δρόμου, δε θα σπεύσουν να σε σηκώσουν. Πέρασε μέσα από αρκετές παρέες και πράγματι, κανείς δεν τους κοίταξε, κανείς δεν τους έδωσε σημασία. Όλοι σε ένα μοναχικό περίβλημα που φτιάξανε για να προστατεύονται, μόνο που από την πολύ προσπάθεια ξέχασαν να βάλουν ένα μικρό παράθυρο, ή έστω μια σχισμή για να βλέπουν προς τα έξω. Καθώς περνάγανε και έβλεπε πως κανείς δεν τους έδινε την παραμικρή σημασία, του ήρθε στο μυαλό ένα περιστατικό που είχε ζήσει στα Χανιά.

Ήταν πριν τέσσερα χρόνια όταν είχε επισκεφτεί το νησί για να κάνει μερικά μπάνια και να δει τους συγγενείς του. Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Αυγούστου και ήταν από τα πιο ζεστά καλοκαίρια που είχε βιώσει το νησί, μα και ολόκληρη η χώρα. Το διηγήθηκε έτσι στην πεταλούδα.

—Εκεί που έκανα μπάνιο πάτησα με το πόδι μου ένα τεράστιο κοχύλι, τέτοιο πράγμα δεν είχα ξανά δει σε όλη μου τη ζωή. Είχε μελαχρινό κέλυφος κι ένα ζωντανό οργανισμό μέσα του. Το έβγαλα έξω στην άμμο και άρχισα να το κοιτάω επίμονα για να δω τις αντιδράσεις του. Για μια στιγμή σκέφτηκα να το αφήσω στη θάλασσα, αλλά είπα πως ο επόμενος που θα το βρει θα το κρατήσει και θα το κάνει μεζέ στο μεσημεριανό του ούζο και έτσι προτίμησα να το πάρω μαζί μου στο ξενοδοχείο που διέμενα. Το δωμάτιο μου απείχε περίπου δέκα λεπτά από την παραλία, προχώρησα έτσι κατά μήκος της ακτής γεμάτος περηφάνια με το όστρακο στο χέρι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής κανείς δε με ρώτησε για το μεγάλο κοχύλι. Λες και ήταν η πιο συνηθισμένη θέα στον κόσμο! Αυτή τη φορά το κοιτάζανε, αλλά φοβισμένα και ντροπαλά, κλεισμένος ο κάθε άνθρωπος στο δικό του κέλυφος, στη δικιά του φυλακή. Μόνο μερικά παιδιά πήγαν να αντιδράσουν, αλλά κρατηθήκαν σφικτά από τα χέρια των γονιών τους. Ήθελα τόσο πολύ να μοιραστώ με κάποιον, έστω και με έναν, όμως εγώ τους κοίταζα με χαρά και αυτοί με κοίταζαν με φόβο. Τότε κατάλαβα πως ο εγωισμός έχει γίνει προτέρημα και η σιωπή η μόνη μελωδία που ακούνε τα αυτιά τους. Στο τέλος, έμεινα μόνος με το κοχύλι και αντί να είμαι χαρούμενος για αυτή μου την ανακάλυψη, ένιωθα μοναξιά κάθε φορά που το κοίταζα.

[…]

Η πεταλούδα πέταγε πάντα λίγα μέτρα μπροστά του, λες και ήξερε από πριν ποια διαδρομή θα ακολουθήσουν. Σε αυτό το σημείο ανέβαιναν ένα πολύ όμορφο δρόμο, είχαν για θέα τα πολύχρωμα μικρά φωτάκια που αγκάλιαζαν τις ολυμπιακές εγκαταστάσεις. Ο τρίτος σταθμός έλαβε τέλος, τέταρτος εν όψει.

_

Αν σε ενδιαφέρει το βιβλίο μπορείς να ρίξεις μια ματιά εδώ.