Πενθώ, υποστηρίζω, διαδηλώνω

Στον επαναπροσδιορισμό που πρέπει να κάνουμε με τον εαυτό μας αρχικά, και μετά με όλα τα άλλα, ας σημειώσουμε συν τοις άλλοις κάτι ακόμα. Την έννοια μερικών λέξεων. Και σαν να ήταν η μόνη μας τροφή, το ξανά λέω, η μόνη μας τροφή, να τις χωνέψουμε καλά μέσα στο μυαλό μας. Να εισχωρήσουν τόσο βαθιά, που άπαξ μπουν, να μην ξανά βγουν.

πενθώ [penθó] Ρ10.9α : κατέχομαι από έντονη θλίψη για το θάνατο προσώπου: Όλο το έθνος πενθεί (για) το θάνατο του ηγέτη. || βρίσκομαι σε περίοδο πένθους: Πενθούσε ακόμα και γι΄ αυτό απέφευγε τις κοσμικές εκδηλώσεις. || πενθοφορώ: Γιατί πενθεί ο τάδε; β. (για έμφαση ή, συνήθ., ειρ.) αισθάνομαι, κατέχομαι από μεγάλη θλίψη για κακό που συνέβη ή έπαθα: Πενθούν για την ήττα της ομάδας τους.

[λόγ. < αρχ. πενθῶ]

.

υποστηρίζω [ipostirízo] -ομαι Ρ2.2 : 1.τοποθετώ στήριγμα κάτω από κτ., το στηρίζω από κάτω, το υποβαστάζω: ~ έναν τοίχο / ένα φράγμα. Η στοά υποστηρίζεται από κολόνες. 2. (μτφ.) α. βοηθώ ηθικά ή υλικά κπ. ο οποίος έχει την ανάγκη μου: Είναι ορφανός· πρέπει να τον υποστηρίξουμε. Τον υποστηρίζει ο θείος του. Με υποστήριξε πολύ στην αρχή της καριέρας μου. Ανέλαβαν να υποστηρίξουν με δικά τους κεφάλαια την επιχείρηση. Υποστηρίζονται πολύ μεταξύ τους. || (στρατ.): Οι μονάδες των σωμάτων υποστηρίζουν τις μονάδες των όπλων. || παρέχω τεχνική υποστήριξη. || (πληροφ., για πρόγραμμα, ηλεκτρονικό υπολογιστή) έχω συγκεκριμένη δυνατότητα: Ο υπολογιστής μου δεν υποστηρίζει αναγνώριση φωνής.

[λόγ.: 1.: ελνστ. ὑποστηρίζω· 2: σημδ. γαλλ. soutenir, appuyer & αγγλ. support]

.

διαδηλώνω [δiaδilóno] -ομαι Ρ1 : 1. εκφράζω κτ. δημόσια, διακηρύσσω: Ο λαός θα συγκεντρωθεί στην πλατεία, για να διαδηλώσει τη συμπαράστασή του στο δοκιμαζόμενο λαό της Kύπρου. 2. πραγματοποιώ διαδήλωση ή μετέχω σ΄ αυτήν: Xιλιάδες φοιτητές διαδηλώνουν ζητώντας την αποκατάσταση της δημοκρατίας.

[λόγ. < ελνστ. διαδηλ(ῶ) -ώνω `ορίζω καθαρά΄ σημδ. γαλλ. manifester]

_

Λεξικό: www.greek-language.gr