Θάλασσα

Στίχοι: Πέτρος Παρασκευάς
Μουσική: Πέτρος Παρασκευάς
Πρώτη εκτέλεση: De Facto
Τραγούδι: Θάλασσα

Μια φορά κι έναν καιρό, ήμασταν τόσο αμίλητοι εμείς οι άνθρωποι, που ακόμα και η θάλασσα φοβήθηκε τη σιωπή μας. Μιλάγαμε, αλλά δεν ακουγόταν τίποτα. Τα χείλη μας ’θελαν τόσο πολύ να βγάλουν μια ηχώ, μια μελωδία, αλλά δεν μπορούσαν. Μοιάζαμε σαν κακή μεταγλώττιση, χωρίς όμως τον παραμικρό ήχο.

 Η θάλασσα έμεινε σκεπτική για μέρες, μέχρι να δει τι θα κάνει για να μας βοηθήσει. Τα φτερά μας είχαν γίνει τόσο βαριά, που πια δεν μπορούσαμε να τα σηκώσουμε. Είχαμε τόσα πολλά όνειρα, που φτάσαμε σε ένα σημείο, που από την πολύ απραξία να μην μπορούμε να περπατήσουμε. Κάτσαμε λοιπόν σε ένα παγκάκι, με γεμάτα όνειρα και άδεια ζωή κοιτάζοντας τη θάλασσα, περιμένοντας κάποιο θαύμα από εκείνη.

Η θάλασσα αρχικά κάλεσε μερικά πουλιά, να πετάξουν πάνω από τα κύματά της, μήπως και ξεσηκωθούμε και αρχίσουμε κάπως να αντιδράμε. Μήπως έτσι ανακαλύψουμε την ελευθερία που διακατέχει τα πουλιά, αλλά και το πέταγμά τους. Μάταια, τα μάτια μας κοιτάζαν τον αφρό. Οι σκέψεις μας γινόντουσαν βουνά, και πια δε χωρούσαν στο χάρτη του μυαλού μας. Γινόντουσαν ολοένα οροσειρές που οι κορυφές τρυπάγανε τα νεύρα μας. Ζούσαμε χωρίς να ζούμε. Γονατίζαμε μπροστά στο αύριο με ραμμένο το στόμα και ραμμένες τις συνήθειες.

Η θάλασσα άρχισε να σκέφτεται ξανά τρόπους για να μας βοηθήσει. Ξέβρασε άπειρα μπουκάλια με μηνύματα μέσα, μήπως και διαβάσουμε καμιά ιστορία και αρχίσουμε να πράττουμε. Μήπως έτσι ανακαλύψουμε πως εκεί έξω υπάρχει αγάπη. Μάταια, δεν σηκωθήκαμε από τα παγκάκια. Δεν κουνήσαμε βήμα από τα βήματα της ζωή μας. Ανοιγοκλείναμε το στόμα μας χωρίς να μπορούμε να βγάλουμε άχνα. Η σιωπή μας, είχε χαράξει τα σώματά μας. Βαθιές ουλές, γεμισμένες με σιωπή. Σιωπή, σιωπή, σιωπή. Μέχρι κι η γη φαινόταν τώρα μικρότερη. Σε λίγο καιρό θα σταματούσε και η καρδιά μας να χτυπάει. Θα την βάζαμε και αυτή σε αθόρυβη λειτουργεία.

Η θάλασσα κάποια στιγμή αποφάσισε να σταματήσει τα νερά της. Τα κύματα παγώσανε, η αλμύρα έμεινε στο ίδιο σημείο, οι γλάροι σταμάτησαν να πετάνε, και τα μπουκάλια χαθήκαν στους ωκεανούς. Οι άνθρωποι τότε, εμείς οι άνθρωποι, στο κοίταγμα της θέας αυτής, αρχίσαμε να κλαίμε. Τα δάκρυά μας ήταν τόσα πολλά, που σχηματίσανε λίμνες κι οι λίμνες θάλασσες. Όμως, ήμασταν τόσοι φτωχοί από αισθήματα, που τίποτα απολύτως δεν άλλαξε. Η κάθε μας σταγόνα δεν είχε μέσα τίποτα. Δεν είχε κανένα ίχνος από συναίσθημα. Δεν είχε ούτε καν την παραμικρή ευθύνη ενός ονείρου. Τίποτα δεν άλλαξε, παραμόνο το τοπίο, που έγινε ακόμα πιο σιωπηλό.

_

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Γραμμόφωνο“.