Το λιμάνι της Νισύρου έμοιαζε με νεκρή ζώνη, η δυστυχία είχε πνίξει το νησί ολοκληρωτικά.
Οι τουρίστες είχαν πάψει να έρχονται εδώ και κάμποσα χρόνια, οι μόνοι επισκέπτες ήταν μερικά γλαροπούλια, όπου κι αυτά ζούσαν σε ένα λήθαργο. Τα καφενεία όλα κλειστά και τα σπίτια ερμητικά κλεισμένα. Οι δρόμοι είχαν γίνει αφόρητα αποκρουστικοί και μονότονοι και όλα αυτά στα μέσα του καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού του 2027.
Οι κάτοικοι ήταν σαν να είχαν παραιτηθεί από τη ζωή. Είχαν κάνει το σώμα τους ένα ναυάγιο από όνειρα και επιθυμίες. Πια οι αισθήσεις τους είχαν σκουριάσει. Γινόντουσαν ολοένα τέρατα με παχιές αντιλήψεις, παχιές κοιλιές και παχιά λόγια. Τα παιδιά του νησιού δυστυχώς δεν είχαν ξεφύγει από τον κλοιό· βγαίνανε ραντεβού και δεν αγγιζόντουσαν, δεν αγκαλιαζόντουσαν, κατά συνέπεια δεν φιλιόντουσαν, σχεδόν δε μίλαγαν, τα πάντα γινόντουσαν ηλεκτρονικά. Γελούσαν μέσα από ηχογραφημένα μηνύματα, χαϊδευόντουσαν μέσα από οθόνες και κάνανε έρωτα μέσα από διαδικτυακές κάμερες. Ο ήλιος πάντως ανέτειλε και έδυε κανονικά.
Αρκετά μακριά από την κατοικημένη περιοχή, στο βουνό πάνω, ζούσε ο δήμαρχος. Ήταν 88 χρονών, τον λέγανε Σωκράτη, και ήταν πολύ πλούσιος, ουσιαστικά αυτός εξουσίαζε το νησί. Διατελούσε χρέη δημάρχου για έβδομη συνεχόμενη χρονιά και οι κάτοικοι τον λάτρευαν, έστω κι αν τους έκανε κακό! Είχε στη δούλεψή του πάνω από είκοσι άτομα, τα οποία ήταν οι προσωπικοί του προγραμματιστές… Ο γέρο-Σωκράτης, το μόνο που έκανε όλη μέρα, ήταν να διαβάζει ξένες εφημερίδες και να πίνει cappuccino· εμπνεόταν από τα ξένα πρότυπα για το πως θα γίνει πιο πλούσιος. Η μανία του όμως ήταν οι εφευρέσεις! Ήθελε να φτιάχνει συσκευές που όλοι οι κάτοικοι ανεξαιρέτως θα έχουν κι από μία.
Η καινούρια του εφεύρεση ήταν κάτι το επαναστατικό για τον τόπο, η ιδέα βέβαια προερχόταν από την Αμερική. Είχε κυκλοφορήσει πρώτα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και σιγά σιγά εξαπλωνόταν και στις άλλες μεγάλες πόλεις της Ελλάδας. Ζήτησε από τους προγραμματιστές του δηλαδή, να φτιάξουν ένα μηχάνημα, όπου θα εισάγει αισθήματα, και στην έξοδο θα βγάζει χρήματα. Σε πρώτο στάδιο, η ιδέα του αυτή, δεν θα του απέφερε κανένα κέρδος. Παρά μόνο κάποια ψευτοαισθήματα που θα είχαν να του δώσουν οι κάτοικοι. Ο γέρος όμως, ήξερε καλά, πως οι άνθρωποι είναι άπληστοι, και δεν βλέπουν τίποτα παραπάνω από την επιφάνεια. Και πως θα δίνανε και το τελευταίο τους γέλιο και δάκρυ για να πλουτίσουν λίγο περισσότερο. Ύστερα, έχοντας μια κοινωνία με μηδέν αισθήματα, θα ήταν εύκολο να την κάνει ό,τι θέλει. Οι άνθρωποι τότε θα έμοιαζαν με πιόνια στην ασπρόμαυρη σκακιέρα του. Ήδη, έφερναν σε υπνωτισμένα όντα.
Έτσι και έγινε, τοποθέτησε το μηχάνημα στη κεντρική πλατεία του νησιού και περίμενε τα αποτελέσματα. Ο τρόπος εισαγωγής των αισθημάτων ήταν απλός. Βάζανε το αριστερό τους χέρι σε μία θύρα και εκείνη διάβαζε με τη βοήθεια ενός βιομετρικού συστήματος τη ψυχή του ανθρώπου. Οι πρώτοι Νισύριοι που το δοκίμασαν ήταν άνδρες και έμειναν απόλυτα ικανοποιημένοι, βέβαια, δεν είδαν καμιά διαφορά στο χαρακτήρα τους, ούτε οι γυναίκες τους πρόσεξαν κάτι. Χαρίζανε αισθήματα και συναισθήματα απλόχερα στο μηχάνημα, χωρίς να τους νοιάζει το αύριο. Το νέο διαδόθηκε γρήγορα και μετά από λίγες ώρες σχηματίστηκαν ουρές χιλιομέτρων. Από εκεί που κανείς τους δεν έβγαινε από το σπίτι, τώρα όλοι οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί στη πλατεία, λες και ήταν του Αγίου Νικήτα, του πολιούχου του νησιού.
Λίγες μέρες μετά την χρήση του μηχανήματος οι άνθρωποι έμοιαζαν ευτυχισμένοι. Πούλαγαν τότε την ευτυχία και γινόντουσαν ακόμα πιο πλούσιοι! Τώρα οι συνήθειες τους αλλάξανε, έβρισκαν χαρά μόνο στον καταναλωτικό οργασμό. Αγοράζανε ως επί το πλείστον, ακριβά αντικείμενα. Αντικείμενα που δεν είχαν καμία αισθητική και καμία χρηστική αξία, για παράδειγμα, σκιάχτρα ντυμένα με πέρλες ή ψεύτικα λουλούδια από κεχριμπάρι. Επέλεγαν κυρίως να διακοσμούν τον κήπο τους, γιατί όπως λέγανε, τους άρεσε περισσότερο το φαίνεσθαι από το είναι. Η ηδονή τους πλέον δεν ήταν πως θα κάνουν έρωτα, -έτσι και αλλιώς τώρα δεν ερεθιζόντουσαν- αλλά πως θα γίνουν πλουσιότεροι από το γείτονά τους.
Ύστερα από αυτήν τη μικρή οικονομική επανάσταση, οι άνθρωποι κλείστηκαν ξανά στα σπίτια τους, αβοήθητοι πλέον και χωρίς αισθήματα και ιδέες, ψάχνανε να βρουν λύση στην κατάθλιψή τους. Κάτι που θα τους έβγαζε από την μεγάλη συμφορά. Η λύση ήρθε από την ηλεκτρονική εφημερίδα, που είχαν οι κάτοικοι για να ενημερώνονται για τα νέα του νησιού. Ο γέρο-μεγιστάνας είχε κοινοποιήσει μια είδηση. Είχε ενεργοποιήσει έναν αντιστροφέα στο μηχάνημα. Πλέον οι άνθρωποι θα μπορούσαν να κάνουν το ανάποδο, να εισάγουν δηλαδή χρήματα, για να αποκτήσουν μερικά αισθήματα. Η τιμή της αγοράς όμως ήταν τριπλάσια από αυτής της πώλησης, που υπήρχε πριν λίγο καιρό!
Πρώτες που δοκίμασαν την νέα έκδοση του μηχανήματος ήταν γυναίκες. Στην αρχή ρίξανε μερικά μόνο κέρματα για να πάρουν αγάπη. Το μηχάνημα έβγαλε ένα μήνυμα πως δε δέχεται κέρματα, και τους τα πέταξε πίσω. Για να αποκτήσουν λίγη αγάπη χρειάστηκε να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη. Επίσης, στο μηχάνημα είχαν ενεργοποιηθεί και κάποιες νέες επιλογές. Πρώτον, η λίστα με τα διάφορα αισθήματα, δεύτερον η υποδοχή πιστωτικής κάρτας, και τρίτον, μια θυρίδα όπου δεχόταν αντικείμενα. Το όλο θέαμα έμοιαζε με αυτόματο ενεχυροδανειστήριο, άλλη μια καινοτομία του δημάρχου!
Οι κάτοικοι του νησιού δειλά δειλά ξεπουλούσαν το ένα αντικείμενο μετά το άλλο. Στο τέλος έμειναν πάμφτωχοι και με πενιχρά συναισθήματα. Με τις ελάχιστες ιδέες που τους είχαν απομείνει, ανέτρεξαν σε παλιά βιβλία. Ίσως εκεί να έβρισκαν την τέρψη… Πράγματι, τους χαρίστηκε απλόχερα και δωρεάν η αγάπη και η γνώση. Ένα πρωινό όμως, εντελώς τυχαία, η βιβλιοθήκη του νησιού πήρε φωτιά και έτσι η διέξοδος που είχαν βρει με τα βιβλία, σταμάτησε. Πλέον οι κάτοικοι ήταν έρμαια στα χέρια του δημάρχου.
Ο αέρας φυσούσε δυνατά, τα κύματα της θάλασσας τράνταζαν τις βάρκες που ήταν αραγμένες στο Μανδράκι, διψούσαν για ταξίδι, αλλά κάνεις δε τολμούσε να φύγει για άλλο μέρος. Το νησί τη νύχτα, αλλά και τη μέρα έμοιαζε με νεκροταφείο, σπάνια έβλεπες κάποιον να περπατάει. Η Νίσυρος, αλλά και τα τριγύρω νησιά, είχαν παραδοθεί στους δημάρχους τους. Η ανημποριά των ανθρώπων πλέον δεν μπορούσε να περιγραφτεί. Παρ’ όλα αυτά, μια πάχνη αγάπης έπεφτε στα μισόκλειστα παραθυρόφυλλα των σπιτιών.
_
Το διήγημα δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Ανεμολόγιο“.
Photos: patsnik