Σε άδειο θέατρο

Στον κ. Μάνο Ελευθερίου

Το κύμα έσκαγε ανάλαφρο στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Οι βάρκες αμέριμνες και τα παιδιά ανέμελα κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού. Ενός καλοκαιριού που δε θύμιζε σε τίποτα όλα τα προηγούμενα. Οι τουρίστες ήταν υπερβολικά λίγοι και η ατμόσφαιρα αφόρητα ήσυχη. Ποτέ η Σύρος δεν ήταν από τις πρώτες επιλογές, αλλά τη συγκεκριμένη χρονιά ήταν σαν κάποιος να είχε κόψει τον ομφάλιο λώρο με οποιονδήποτε εξωτερικό δεσμό.

Σε ένα σοκάκι της Ερμούπολης ζούσε ένας γεράκος. Ένας καλοντυμένος γεράκος που η όψη του έμοιαζε με σοφό. Με έναν σοφό που θα μπορούσες με τις ώρες να ακούς τις διδαχές του. Πέρα από τα προσεγμένα ρούχα που φορούσε, μπορούσες να διακρίνεις και το μειλίχιο χαμόγελο, όχι τόσο της ευτυχίας, αλλά της γαλήνης. Τα μάτια του δυο βόλοι από κάποια ερημική παραλία της Σύρου, πάντα υγρά και σκεπτικά. Συνήθιζε να περνάει αρκετές ώρες μόνος του, συνειδητά· γιατί έτσι κατάφερνε να καταγράφει τα πιο ασυνείδητα συναισθήματά του.

Ο γέρος είχε όνομα, κι όχι ψευδώνυμο, όπως κάποιοι προγενέστεροί του, δεν του άρεσε να κρύβεται. Από ποιον να κρυφτεί; Μάνος Ελευθερίου, ελεύθερος όπως και το επίθετό του. Ο Μάνος είχε εμμονή με τις λέξεις, θρεφόταν κυριολεκτικά με λέξεις, όχι μόνο θρεφόταν, αλλά και ξεδιψούσε, και ακόμα ήθελε να ξεδιψάσει και όλους εμάς. Έβγαινε σχεδόν κάθε μέρα για περπάτημα και σκεφτόταν πλούσιες ομοιοκαταληξίες, ευφάνταστους τίτλους και φυσικά η λοξή ματιά του παρατηρούσε τα πάντα. Ακόμα, δούλευε κάθε μέρα, και δύο δουλειές, δεν είχε αργίες για αυτόν η ζωή. Κυριακές του Πάσχα, Πρωτοχρονιά, Δεκαπενταύγουστο, Εθνικές εορτές.

Ο Μάνος έγραφε ακατάπαυστα. Όχι μόνο στίχους, αλλά και βιβλία και ποιήματα και παιδικά παραμύθια, ακόμα και θεατρικά. Του άρεσε υπερβολικά το θέατρο, όχι για να γίνει ηθοποιός, αλλά η όλη ιεροτελεστία του θεάτρου. Σκηνικά, πρόβες, προβολείς, υποβολείς. Κάπως έτσι του γεννήθηκε κι η ιδέα να φτιάξει ένα θέατρο στη Σύρο. Ήθελε να το κάνει όχι για να τον θυμούνται, έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν του άρεσαν τα παράσημα, αλλά με αυτόν τον τρόπο να καταφέρει να ψηλώσει λίγο περισσότερο τον κόσμο. Η μόνη του ευτυχία ήταν να βάλει ένα λιθαράκι και να γίνει καλύτερος ο κόσμος.

Οι κάτοικοι όμως του νησιού εναντιώθηκαν. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως, εναντιώνονταν σε οτιδήποτε ξένο. Νόμιζαν πως η Τέχνη θα παρασύρει τα παιδιά τους σε άγνωστα μονοπάτια. Σε δρόμους που θα έχουν ουσίες, με συνέπεια στα μαθήματά να έχουν απουσίες. Όμως το “αλφαβητάρι” της ζωής είναι στους δρόμους, κι όχι στις σκοτεινές αίθουσες. Εκείνος όμως ήξερε πως “το σπουργίτι μπορεί να γίνει αετός”, αλλά δυστυχώς “τα δικά τους μάτια εκπέμπαν τρομαγμένα χρόνια, χάρτινα χρόνια, χάρτινη ζωή”.

Μια μέρα ο Μάνος έκανε το γνωστό του περίπατο, κατέληξε αυτή τη φορά εκεί που ονειρευόταν πως είναι το καλύτερο μέρος του νησιού για να χτιστεί το θέατρο. Κάπου εκεί καθόταν ένα παιδί, μόνο του.

-Ξέρω τα τραγούδια σου, τα ψιθυρίζω καμιά φορά, αλλά μακριά από τους γονείς μου, με μαλώνουν όταν για παράδειγμα λέω το, “λυσσούν να σ’ εύρουν τα σκυλιά, λυσσούν οι σκύλοι, κι η ομερτά στις καφετέριες καντήλι”.
-Αυτοί οι στίχοι δεν έχουν κυκλοφορήσει, πώς είναι δυνατόν να τους ξέρεις;
-Όταν έρχεσαι εδώ κρυφακούω αυτά που σιγοψιθυρίζεις… παίρνω όσα μπορώ να πάρω…
Τότε ο Μάνος Ελευθερίου κατέβασε το βλέμμα του και εμφανώς συγκινημένος έκανε να προχωρήσει μπροστά. Το παιδί όμως δε σταμάτησε.
-Αλήθεια, αν και σπάνια γράφεις για έρωτες, πρέπει να είσαι πολύ ερωτευμένος όταν γράφεις.
-Η αλήθεια είναι πως δεν έχω στο μυαλό μου μια γυναίκα, αλλά μια συνθήκη. Πλέκω μια ιστορία από το τίποτα και περιμένω να πάρει σάρκα και οστά.
-Μπορεί η σκέψη να αναπαραστήσει μια ζωή;
-Όχι, αλλά μπορεί να τη ξεγελάσει…

Όπως και τα φάρμακα, όπου έπαιρνε, αλλά και έγραφε πολύ συχνά για αυτά. Τα φάρμακα αποτελούσαν για εκείνον γλυκές “αυταπάτες”. Οι αυταπάτες με τη σειρά τους μετουσιώνονταν σε όμορφες στιχομυθίες και πάντα εκείνος βρισκόταν ένα βήμα πίσω από τη ζωή. Ήταν σαν να ζει η σκιά του, κι όχι εκείνος. Ίσως όμως αυτό να είναι και το τίμημα των ανθρώπων που έχουν πολύ φως. Ίσως πάλι “να ζητούσε τα μεγάλα τα κυνήγια και να μην ήταν μάγκας και νταής”“Κάπου όμως υπάρχει ένα νησί, που έχει την άμμο του χρυσή και αγιασμένη” και πως τελικά “έρχονται τ’ αηδόνια”. Σε αυτή την “ελπίδα και τη χάρη”, μπορεί να “χτίσεις τη δικιά σου κιβωτό”. Η κιβωτός για εκείνον, όπως είπαμε, ήταν οι λέξεις. Αγαπούσε τις λέξεις. Οι λέξεις για εκείνον ήταν ιαματικές. Του γιάτρευαν τους ψυχικούς, αλλά και τους σωματικούς πόνους.

Κάποια στιγμή όμως οι πόνοι μεγάλωσαν, έγιναν αφόρητοι και οι λέξεις ήταν πολύ μικρές και λίγες μπροστά στην υπόσταση των τραυμάτων. Το σπίτι μεταλλάχθηκε σε φαρμακείο και “το μπαράκι τ` ουρανού είναι πολύ κοντά”. Φυσικά, φόραγε για παράσημα όλες τις ευχές και τις αγκαλιές του κόσμου, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Το θέατρο όχι μόνο δε χτίστηκε ποτέ, αλλά και “πυρπολήθηκε”, και όταν χάνεται το όνειρό σου, χάνεσαι κι εσύ μαζί με αυτό. Ακόμα, όπως είχε δηλώσει «ζω με πολλούς πεθαμένους» και αυτό τον βάραινε ακόμα περισσότερο.

“Ο χάρος βγήκε παγανιά” στις 22 Ιουλίου του 2018. Παίρνοντας από την Ελλάδα έναν από τους μεγαλύτερους σοφούς. Η γραφή του ήταν πολύ σπάνια, σαν τις “κεφαλές του Ερμή ή της Πολυδούρη ένα χειρόγραφο”. Κάθε φορά που έγραφε έδινε και μια “παράσταση”. Για εκείνον μονόλογο, για εμάς “πανοπλία” αξιών. Το παιδί που τον είχε ρωτήσει για τους έρωτες, τώρα απέμεινε ολομόναχο, παρέα με ένα μπουκάλι μπύρα, ψιθυρίζοντας μερικούς στίχους:

 

«Είχα μι’ αγάπη τ’ όνειρό μου να ακουμπώ
κι έγινε θέατρο κι αυτό πυρπολημένο
δεν έχει πόρτα μήτε είσοδο να μπω
μονάχα ένα θεατή και μεθυσμένο»

_

Το παρόν διήγημα δεν αποτελεί βιογραφία του κ. Μάνου Ελευθερίου. Είναι απλά μια μυθοπλασία μέσα από κάποια πραγματικά γεγονότα. Όσες λέξεις και προτάσεις είναι σε εισαγωγικά είναι από στίχους του ίδιου. Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο fractalart.gr