Τo ξενοδοχείο η «Ελλάς»

Ένα ξενοδοχείο είναι η ζωή –μας– και μάλιστα από τα πιο φτηνά. Παρ΄ όλα αυτά, για όσο μένουμε εδώ θα πρέπει να είμαστε εντάξει με εμάς, με τους γείτονες, αλλά και με αυτούς που μας το νοικιάζουν. Ναι, μας νοικιάζουν τη ζωή και τα όνειρα, από εκεί και έπειτα είναι δικό μας πρόβλημα αν θα ζούμε μια ζωή στο νοίκι ή θα αγοράσουμε κάτι δικό μας ή θα χτίσουμε ένα αυθαίρετο πάνω στα βράχια.

Στο ξενοδοχείο επικρατεί μια δυσανεξία, μια δυστοπία, μια αναφυλαξία· πάντα κάτι συμβαίνει και κλέβει το χαμόγελο των κατοίκων. Στις φρουτιέρες τα φρούτα είναι πλαστικά και η θέα που φαίνεται στα παράθυρα είναι ζωγραφισμένη. Δέντρα και λουλούδια δεν υπάρχουν γιατί καήκαν όλα. Το ξενοδοχείο βρέχεται από θάλασσα μόνο στο χάρτη, γιατί στην πραγματικότητα βρέχεται από εγωισμό και μισαλλοδοξία. Τα δωμάτια δεν τα βλέπει ούτε καν ο ήλιος –όπως λένε–, δεν εισβάλει ούτε κάποιο μισερό φως.

Στους διαδρόμους των δωματίων θα βρεις πεταμένα χάπια για την κατάθλιψη, φάρμακα για τους γονείς που τα παιδιά τους φύγανε για έξω και βελόνες για να φουσκώσουμε τα βυζιά μας με ορμόνες. Βέβαια, σπάνια θα συναντήσεις κάποιον να διασχίζει το διάδρομο, όλοι οι ένοικοι παραμένουν αγκιστρωμένοι και κλεισμένοι στα δωμάτια τους, στα κελιά τους, στα σπίτια που δουλέψανε δυόμιση ζωές για να τα αποκτήσουν. Ακόμα, κανείς δεν ξέρει τον απέναντι, σαν να έχουν κάνει όλοι μια συμφωνία με όλους να μην μιλάνε, κατά συνέπεια να μην γελάνε, και κατά συνέπεια να μην ερωτεύονται.

Τρυπώνοντας στα δωμάτια θα αντικρύσεις μια λιγοστή αγάπη που έχει μετουσιωθεί σε έπιπλα, σε συσκευές και σε ακριβά εδέσματα. Θα αντικρύσεις ανθρώπους χωμένους σε ηλεκτρονικές συσκευές, καθάρματα να μηχανορραφούν για το πώς θα κάνουν κακό στο διπλανό τους και μπασμένους μες στα πλυντήρια να πλένουν τη δυστυχία τους, αλλά η δυστυχία τους να μην βγαίνει από το δέρμα τους γιατί είναι βαλμένη κατάσαρκα. Μακάρι στα συρτάρια να βρισκόντουσαν βιβλία, αλλά τα συρτάρια είναι κενά όπως και εκείνοι. Στην πραγματικότητα αυτοί οι άνθρωποι μοιάζουν με κομοδίνα.

Το πρόβλημα βέβαια έγκειται στα κουφώματα, στα μπετά, στα μύχια του ξενοδοχείου. Και ανάθεμα αν κάποιος ξέρει τη λύση. Τουλάχιστον μάθαμε ποιοι δεν την γνωρίζουν. Τώρα, η λάμπα από το δωμάτιο στριφογυρνάει από τη μοναξιά, από τις αναθυμιάσεις, αλλά και από τις μνήμες. Μόνο κάποιοι πλασιέ περνάνε ανά στιγμές και αυτοί αφήνουν κάτι φυλλάδια στα γερμανικά… Λίγο πιο μακριά από τα δωμάτια υπάρχει μία λιμνούλα, κάπου εκεί στα λιμνάζοντα νερά υπάρχουν μερικοί ζωντανοί οργανισμοί, ίσως αυτοί οι μικροοργανισμοί να είναι τα μόνα εναπομείναντα ζωντανά κύτταρα ολόκληρου του ξενοδοχείου.

_

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Κατσής