Όσο περισσότερο περνάνε τα χρόνια, τόσο η ανάγκη μας μεγαλώνει για προβολή. Μέχρι, να φτάσουμε σε ένα σημείο και να σιχαθούμε τον εαυτό μας. Αυτό βέβαια αργεί, οπότε ας αναλύσουμε λίγο το κομμάτι της προβολής και της δημοσίευσης. Έχει αναρωτηθεί κανείς γιατί ανεβάζουμε μία φωτογραφία στα κοινωνικά δίκτυα; Ποιοι είναι οι λόγοι δηλαδή που μας ωθούν να δημοσιεύσουμε;
Πρώτον, όταν ανεβάζουμε μία φωτογραφία νιώθουμε την ανάγκη να εκφραστούμε. Είτε για να το δει όσος περισσότερος κόσμος, είτε για να το δει ένα άτομο συγκεκριμένα. Σίγουρα, τίποτα από αυτά δεν είναι κατακριτέα, αλλά στην πρώτη περίπτωση όπου θέλουμε να έχουμε όσον το δυνατόν μεγάλη απήχηση, “πουλάμε” τον εαυτό μας. Είτε στην περιγραφή, είτε ως περιεχόμενο, είτε ως γυμνό περιεχόμενο. Στην δεύτερη περίπτωση, που η δημοσίευση, κυρίως, αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, έχει να κάνει με τη θλίψη που έχουμε μέσα μας. Όσο μακριά κι αν είναι ο άλλος, καμία δημοσίευση και ποτέ, δεν ήταν αρκετή για να μας ενώσει. Οπότε, προτιμότερο είναι να πάμε σε αυτόν που σκεφτόμαστε και να του τα πούμε κατ’ ευθείαν κι από κοντά ή στο κάτω κάτω, να του δείξουμε το περιεχόμενο που θα ανεβάζαμε για εκείνον…
Δεύτερον, όταν ανεβάζουμε μία φωτογραφία και εν συνεχεία δεχόμαστε like, αποδεδειγμένα, νιώθουμε χαρά. Νιώθουμε πως έχουμε πέραση, δύναμη, ο λόγος μας μετράει, αλλά και το θέαμα που προβάλαμε έχει ουσία. Η κάθε μας ανάρτηση σχετίζεται με την ντοπαμίνη. Όταν ένας άνθρωπος μας πατάει «like» και ειδικότερα οι άνθρωποι που θέλουμε να μας πατήσουνε «like», τότε εκκρίνεται στον εγκέφαλό μας λίγη δόση ντοπαμίνης. Όλο αυτό βέβαια έγκειται στον απαράμιλλο ενθουσιασμό που έχουμε δείξει τα τελευταία χρόνια στα social media, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις έχει γίνει μάστιγα και εθισμός. Άρα, αντί να νιώθουμε διονυσιασμό με άλλα συναισθήματα στη ζωή, την “ακούμε” με ένα μάτσο like.
Τρίτον, τα social media μας έφεραν πολύ κοντά τις ζωές των star του Hollywood, στους εγχώριους καλλιτέχνες και εν γένει με ότι είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε από το γυαλί της τηλεόρασης. Με τα κοινωνικά δίκτυα μπορούμε να συνομιλήσουμε και μαζί τους. Αυτή η αμεσότητα όμως εγκυμονεί κινδύνους, πλέον, με τον καλλιτέχνη που πρώτα θαυμάζαμε, τώρα θέλουμε να αντιγράψουμε τη ζωή του, να γίνουμε κι εμείς ίδιοι, ολόιδιοι με εκείνον. Σκεφτείτε λίγο την Εξερεύνηση του Instagram και τις πληροφορίες που δεχόμαστε εν ριπή μιας στιγμής και πίσω ένα φόντο μιας τραμπάλας. Σταδιακά ανεβαίνουν οι επιρροές και αυτά που επιζητάμε, αλλά από την άλλη όσο γίνεται αυτό κατεβαίνει η προθυμία μας, αλλά και η δίψα μας για ζωή. Το λοιπόν, κάθε φορά που πάμε να ανεβάσουμε μια φωτογραφία, αφενός προσπαθούμε να αντιγράψουμε κάτι ξενικό, αλλά και αφετέρου μια δημοσίευση δε μας φέρνει πιο κοντά σε αυτό που θέλουμε, ίσα ίσα που μας πηγαίνει και πίσω.
Τέταρτον, η αμεσότητα έγινε ευκολία. Ο συνδυασμός όλων των παραπάνω μας ξέβρασε σε ένα σημείο να θέλουμε να γίνουμε πλούσιοι από τα κοινωνικά δίκτυα και φυσικά να μεγαλώσουμε τους αριθμούς των follower και των φίλων μας, με κάθε τίμημα. Ακόμα και με την ίδια μας τη ζωή. Υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που έκαναν κάτι επικίνδυνο ρισκάροντας τη ζωή τους για λίγη δόξα και μερικούς συνδρομητές. Οπότε ναι, κάθε φορά που θέλουμε να δημοσιεύσουμε κάτι έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας πως θα μας πλησιάσει κάποιος χορηγός, πως θα βγάλουμε χρήματα, πως τα στατιστικά μας θα μεγαλώσουν. Τώρα, φέρτε στο νου σας πάλι την τραμπάλα. Όσο περισσότερο γουστάρουμε τα κοινωνικά δίκτυα, τόσο λιγότερο γουστάρουμε τη ζωή. Αναπόφευκτα συμβαίνει αυτό. Δεν μας νοιάζει να ζήσουμε τη στιγμή, αλλά να την καταγράψουμε.
Μείνετε συντονισμένοι, στο επόμενο κείμενο θα γράφουμε και για τους τρόπους απεξάρτησης… Εδώ που φτάσαμε, μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς;
_
Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο “Η Πόλη Ζει”
photo: Banksy