Εσύ πού ήσουν, κάθε φορά που σε ζήταγα;
Κάθε φορά που σε συζήταγα, μα ποτέ μου δε σε σύστησα σε κάποιον…
Εσύ πού ήσουν, τις νύχτες του χειμώνα;
Τις νύχτες που δεν έβρισκα κρυψώνα.
Εσύ πού ήσουν, το καλοκαίρι;
Εσύ που ήσουν, το καλοκαίρι!
Εσύ πού ήσουν, κάθε φορά που γέλαγα με το γέλιο σου;
Όταν η ανάσα σου, έφτανε ως τα χείλη μου.
Όταν φώναζα τις συλλαβές από το όνομά σου.
Όταν τραγούδαγα πως, “θα ‘μαι κοντά σου…”
Εσύ πού ήσουν, όταν κοιμόμουν στα σκαλιά σου;
Όταν στο ασανσέρ, έβρισκα μια τρίχα απ’ τα μαλλιά σου.
Όταν ανέπνεα το άρωμά σου.
Εσύ πού ήσουν;
Εσύ πού ήσουν, να μου δώσεις έστω μια λέξη;
Μια λέξη μοναχά θα με γιατρέψει.
Πόση μοναξιά μπορεί η ζωή μου να αντέξει;
Και πόση αγάπη χωράει να μαζέψει;
Εσύ πού ήσουν, όταν γύρναγα με μανία τις φωτογραφίες σου;
Όταν τα pixel γινόντουσαν εκφράσεις.
Όταν τα μάτια σου γινόντουσαν οάσεις.
Στα αλήθεια, εσύ πού ήσουν;
Εσύ πού ήσουν, όταν γύρναγα μόνος με τ’ αμάξι;
Όταν σου τραγούδαγα του Σωκράτη “το μετάξι”.
“Βλέπω τα αρώματα, τα χρώματα μυρίζω…”
Εσύ το σώμα μου, μα πάλι δεν σ’ αγγίζω…
Εσύ πού ήσουν, όταν έγραφα στον τοίχο “Εσύ που ήσουν?”
Εσύ μου έμαθες να γράφω, να βλέπω, να διαβάζω, να περπατάω σωστά.
Εσύ μου έμαθες να φιλάω, να πονάω και να γελάω δυνατά.
Εσύ πού στο καλό ήσουν;
Εσύ πού ήσουν, όταν χρειαζόμουν μια αγκαλιά;
Μια αγκαλιά για να μην πέσω κάτω.
Έστω η παρουσία σου.
Ή η σκιά σου.
Πόσο κοστίζουν πέντε λεπτά στην ακριβή ζωή σου;
Δίπλα μου ήσουν.
Ναι, στεκόσουν πλάι μου.
Όμως εγώ δεν κοίταζα τίποτα άλλο από τον καθρέφτη μου.
Δεν κοίταζα τίποτα παραπάνω από τα μάτια μου.
Τώρα το θυμάμαι.
Προτιμούσα να χαϊδέψω τον εαυτό μου, παρά το μάγουλό σου.
Προτιμούσα να πιάσω το χέρι μου, παρά το δικό σου.
Δίπλα μου ήσουν, πάντα.
Να με κοιτάζεις με την πιο γλυκιά ματιά.
Εγώ μόνο έλειπα.
Εγώ γυρνούσα γύρω από τον εαυτό μου.
Εσύ βρισκόσουν σαν άγγελος πάντα γύρω μου.
_
Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο site Η Πόλη Ζει