Το σκιουράκι που ήθελε να δουλέψει

Όλοι λένε σ’ ένα μικρό σκιουράκι πως δεν είναι αρκετό. Με λίγη επιμονή, τη βοήθεια των φίλων του και της λίμνης, φτιάχνει έναν χυμό που ενώνει το δάσος. Μια τρυφερή ιστορία για τη φιλία, την προσφορά και τα μικρά ξεκινήματα.

 

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια γωνιά του δάσους, ζούσε ένα σκιουράκι με τεράστια ουρά και μια ξεχαρβαλωμένη ελπίδα: να δουλέψει.
Όχι να μαζέψει βελανίδια. Αυτά τα είχε μάθει απ’ την κούνια του.
Ήθελε να προσφέρει. Να κάνει κάτι χρήσιμο. Κάτι που να μείνει.
Μα δεν είχε δουλέψει ποτέ. Ούτε σχολείο είχε πάει. Ούτε καν σεμινάριο για αρχάριους σκίουρους. Μόνο την καρδιά του είχε.

//

Την πρώτη του προσπάθεια την έκανε στον φούρνο της κουκουβάγιας.
«Έχεις δίπλωμα φουρνίσματος;»
«Όχι…»
«Ξέρεις να πλάθεις ζύμη;»
«Όχι…»
«Περί βρώμης;»
«Μόνο στα όνειρά μου.»
Η κουκουβάγια έσφιξε τα φρύδια της και τον έστειλε πίσω στο δάσος.
Το σκιουράκι έφυγε σκυθρωπό.
«Δεν είναι δίκαιο», σκεφτόταν. «Και πώς να ξεκινήσω, αν κανείς δεν μου δίνει μια ευκαιρία;»

//

Τη δεύτερη μέρα έβαλε τα καλά του, ένα στραβό παπιγιόν, ένα καπέλο του παππού του ασβού, και ένα βλέμμα που έλεγε “ΕΙΜΑΙ ΕΤΟΙΜΟΣ”.
Πήγε στον κάστορα και άρχισε να αραδιάζει ψέματα:
«Έχω δουλέψει παντού! Στον μύλο, στο ταχυδρομείο, στο παρατηρητήριο αστεριών!»
«Και τι έκανες εκεί;»
«Άλεθα… χαρτιά. Ταξινομούσα… φύλλα. Και… συντόνιζα τα άστρα.»
Ο κάστορας γρύλισε.
«Μικρέ μου, δεν είναι καλό να λέμε ψέματα.»
Το σκιουράκι έφυγε πιο λυπημένο από πριν. Ένιωθε σαν να μην το χωρούσε το δάσος.

//

Μετά πήγε στη λίμνη. Όχι για να βρει δουλειά, αλλά για να βρει τον εαυτό του.
«Λίμνη μου… αν είσαι εκεί, δείξε μου κάτι.»
Η λίμνη έμεινε σιωπηλή. Ύστερα έκανε ένα μικρό, κυματάκι.
«Η καρδιά είναι το καλύτερο βιογραφικό», ψιθύρισε.
Το σκιουράκι δεν κατάλαβε ακριβώς τι εννοούσε, όμως βύθισε τα χέρια του στο νερό και έμεινε σιωπηλό.

Ύστερα, γύρισε στη φωλιά του μέσα στον κορμό, πήρε ένα τεράστιο πλατανόφυλλο και έγραψε ό,τι του είχαν πει οι φίλοι του:
«Μας βοηθάς πάντα», είχε πει η μέλισσα.
«Είσαι ευγενικό», του είχε πει ο ασβός.
«Αισθάνεσαι δυνατά», του είχε πει ο τάρανδος.
«Έχεις καλή καρδιά», του είχε πει το μικρό ελαφάκι.
Μήπως αυτό να εννοούσε η λίμνη, αναρωτήθηκε.

//

Την επόμενη μέρα ανηφόριζε προς το γραφείο του αρκούδου.
«Όλα αυτά… ποιοι τα λένε;» ρώτησε ο αρκούδος και έτριξε τα νύχια του στο τραπέζι.
«Οι φίλοι μου», αποκρίθηκε το σκιουράκι.
«Και ποιοι είναι οι φίλοι σου;»
«Η μέλισσα, ο ασβός, ο τάρανδος και ο ξάδελφός του, το ελαφάκι».
«Λυπάμαι, οι φίλοι σου δεν είναι σπουδαίοι.»
«Μα είναι οι πιο σπουδαίοι στον κόσμο.»
«Δεν του ξέρω.»
«Μάλλον δεν σου αρκεί η καρδιά μου», είπε το σκιουράκι και έφυγε με κατεβασμένο το κεφάλι για ακόμη μια φορά.

//

Στο δρόμο της επιστροφής σκεφτόταν να τα παρατήσει.
Μα ο εύκολος δρόμος ποτέ δεν έχει ενδιαφέρον.
«Είναι πολύ όμορφο να βλέπεις μέσα από την επιφάνεια», του είχε πει κάποτε η λίμνη.

Καθώς περπατούσε αντίκρισε μερικές ανθισμένες κερασιές, έκοψε μερικούς καρπούς, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς θα τους κάνει.
Τα κεράσια ήταν τόσο τραγανά και γυαλιστερά, που μπορούσε στην αντανάκλαση να δει τον εαυτό του. “Έσκασε” ένα χαμόγελο.
Και τότε… του γεννήθηκε μια φανταστική ιδέα:
Να φτιάξει έναν δυναμωτικό χυμό!

Το ρόφημα του δάσους!

Τα συστατικά θα ήταν:

  • Κεράσια – για να του θυμίζουν εκείνη τη μέρα
  • Νερό από τη λίμνη – η λίμνη που ήταν πάντα εκεί για να τον ακούσει
  • Μέλι – από τη φίλη του τη μέλισσα
  • Σταγόνες από χυμό λεμονιού – λίγη ξινίλα από τις πολλές απορρίψεις

Έτρεξε γρήγορα για να ανακοινώσει τα νέα στους φίλους του! Έπειτα, τους ρώτησε αν μπορούν να μεταφέρουν μερικά ξύλα.
Εκείνα δέχτηκαν με χαρά και επίσης ανέλαβαν να καρφώσουν τους κορμούς ανάμεσα σε δύο δέντρα. Το μικρό μαγαζάκι ήταν σχεδόν έτοιμο.
Χωρίς τη βοήθειά τους, δε θα είχε στήσει ούτε κλωναράκι.

Το μόνο που έλειπε τώρα ήταν η ταμπέλα:
«Ο Χυμός της Καρδιάς»

Για φίλους & περαστικούς 

Βασικά… υπήρχε ακόμη ένα πρόβλημα. Ποια ακριβώς θα ήταν η συνταγή;
Στην αρχή ήταν πιο νερωμένος κι από τα νερά της λίμνης.
Μετά, τόσο ξινός που τα ίδια τα λεμόνια θα άλλαζαν χρώμα αν τον δοκίμαζαν.
Ύστερα, τόσο πηχτός, που ήθελες κουτάλι.
Μα στο τέλος, μετά από δοκιμές και τις γνώμες των φίλων του, έφτιαξε κάτι που ήταν μαγικό.
Με μια γουλιά κι έλαμπε η καρδιά σου. Με δυο ήθελες να αγκαλιάσεις όλο το δάσος.

//

Τις πρώτες μέρες δεν ήρθε ούτε ζαλισμένο κουνούπι να δοκιμάσει.
Μα λίγο ο αέρας που φύσαγε και έπαιρνε τη μυρωδιά, λίγο τα πρώτα ζωάκια που δοκίμασαν και το λέγανε από στόμα σε στόμα, το μαγαζί άρχισε να γεμίζει.
Και τότε ήρθαν όλα τα ζώα. Να ξεδιψάσουν και να συζητήσουν.

Μάλιστα, η επιχείρηση είχε και διανομή! Για τα ζωάκια που κολυμπούσαν στη λίμνη, ο τάρανδος έβαζε τις παραγγελίες στα κέρατά του και τις πήγαινε.
Ο σκίουρος με τη μεγάλη ουρά, αυτός που κανείς δεν πίστευε σε εκείνον, έγινε ο μικρούλης ήρωας του δάσους.
Χωρίς διπλώματα και χωρίς ψέματα.

//

Μια μέρα ήρθε κι η κουκουβάγια. Δοκίμασε και κοίταξε το σκιουράκι.
«Έχεις… ψυχή φούρναρη», του είπε.
Ήρθε κι ο κάστορας. Ήπιε δύο ποτήρια.
«Χωρίς ψέματα… αυτό είναι καλύτερο κι από φρέσκα πριονίδια.»
Και ήρθε και ο αρκούδος. Το σκιουράκι του σέρβιρε ένα ποτήρι ειδικά στα μέτρα του.
Ο αρκούδος στραβοκατάπιε από την υπέροχη γεύση και είπε:
«Εσύ και οι φίλοι σου είστε… σπουδαίοι.»

Το σκιουράκι χαμογέλασε. Δεν του κράτησε κακία.
Χαιρόταν που κατάφερε να φέρει τα ζώα του δάσους πιο κοντά.
Και να κάνει την καρδούλα του να ψηλώσει λίγο παραπάνω.
Η λίμνη, λίγο πιο πέρα, έκανε ένα μικρό κυματάκι.
Σαν να του έκλεινε το μάτι.

_

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 

Όλοι λένε σ’ ένα μικρό σκιουράκι πως δεν είναι αρκετό. Με λίγη επιμονή, τη βοήθεια των φίλων του και της λίμνης, φτιάχνει έναν χυμό που ενώνει το δάσος. Μια τρυφερή ιστορία για τη φιλία, την προσφορά και τα μικρά ξεκινήματα.

Κείμενο, αφήγηση, video: Γιώργος Ιατρίδης ©