Όποιος έχει τη χελώνα… μυγιάζεται

Μια μύγα που γεννήθηκε για να πετά, και μια χελώνα που ξέρει να μένει. Όταν συναντηθούν, κάτι σπάει. Κι από εκεί, κάτι αρχίζει. Ένα παραμύθι για τη βαθιά φιλία.

Υπάρχουν πλάσματα που τρέχουν.
Που πετάνε.
Κι άλλα που δεν βιάζονται να φτάσουν,
γιατί έχουν το σπίτι τους στην πλάτη τους.
Όλα τους είναι μοναδικά. Όπως κι εσύ.

 

Η μύγα γεννήθηκε για να πηγαίνει γρήγορα.
Ούτε περπατούσε. Ούτε καθόταν. Ούτε περίμενε.
Αν την κρατούσες ακίνητη, θα πέθαινε από ανία πριν καν πεινάσει.
Επίσης, έκανε τούμπες στον αέρα και έγραφε το όνομά της με φτερνίσματα στον άνεμο.
Όμως μυγιαζόταν με το παραμικρό.

 

Η χελώνα, από την άλλη, αργούσε πάντα στα ραντεβού.
Όσο νωρίς κι αν ξεκινούσε, ποτέ δεν πρόφταινε.
Ο λόγος; Σταματούσε πάντα για να παρατηρήσει το τοπίο!
Ακόμη, δεν είχε δει ποτέ τον ουρανό γιατί δεν μπορούσε να σηκώσει πολύ το κεφαλάκι της.
Το γνώριζε όμως: ήταν απέραντος και γαλάζιος.

 

Τέλος, της άρεσε να πηγαίνει σαν χελώνα.
Να αναμασάει φύλλα.
Και να χαλαρώνει στο σπιτάκι της.

 

Μια μέρα, η μύγα εμφανίστηκε σαν αεροπλανάκι.
Έκανε οχτώ τούμπες, τρεις πιρουέτες και μία προσγείωση:
«Κοίτα τι μπορώ να κάνω!», είπε με φωνή πιλότου και συνέχισε.
«Εσύ; Τι ξέρεις;»

 

Η χελώνα την κοίταξε όπως κοιτάς ένα ξυπνητήρι.
Με βαρεμάρα και δυσπιστία.

 

«Ξέρω να μένω.
Να περπατάω αργά.
Να νιώθω.
Και να κουβαλάω όσους αγαπώ.»

 

Η μύγα βούιξε στα αυτιά της σαν παλιό ραδιόφωνο:
«Τα αργοκίνητα καράβια πάνε πιο γρήγορα!
Η ζωή είναι πίστα!
Πρέπει να περνάς ξυστά από τη μυγοσκοτώστρα και να βγάζεις γλώσσα σ’ αυτόν που πάει να σε φάει!»
Η χελώνα δεν απάντησε.

 

Και τότε…
έγινε κάτι.

 

Ένα φύλλο, ένα συνηθισμένο φύλλο, έπεφτε αργά.
Τόσο αργά που η χελώνα ζήλεψε τη βραδύτητα.
Η χελώνα τέντωσε το λαιμό της.
Έκανε ένα παράταιρο βήμα.

Και τότε…

 

ΠΑΦ.

 

Έσκασε στο τσιμέντο ανάποδα.
Το καβούκι της ράγισε, αρκετά.

 

Η μύγα πάγωσε.
Δεν φανταζόταν κάτι τέτοιο.
Δεν ήξερε τι να κάνει.
Έκατσε εκεί αποσβολωμένη.
Πόνεσε και η ίδια.

 

Και τότε άρχισε να βρέχει.
Να βρέχει πολύ.
Η μύγα όμως δεν πέταξε.
Έμεινε εκεί. Να τη λούζει η βροχή και η ντροπή.

 

Η χελώνα έκλεισε τα μάτια της και ψιθύρισε:
«Έλα μέσα. Έχω χώρο.»

 

Η μύγα δεν πίστευε στ’ αυτιά της, ούτε στα μάτια της, ούτε και στα πόδια της, που τρέμανε.
Η μύγα περπάτησε σιγά σιγά και ύστερα μπήκε κάτω από το καβούκι της.
Έμειναν εκεί για ώρα, χαζεύοντας και ακούγοντας τη βροχή.

 

Λες και η βροχή έριχνε μαγιά, για να φουσκώσει μια φιλία που δεν υπήρχε πριν.

 

Η βροχή σταμάτησε.

 

Η μύγα ήθελε να βοηθήσει.
Δεν ήξερε πώς. Μα το ένιωθε.
Έτσι άρχισε να φέρνει κόκκους άμμου.
Με το νερό έγιναν λάσπη.
Και με τη λάσπη, άρχισε να κλείνει το ράγισμα.
Σαν να ’χτιζε σπιτάκι.

 

Δρομολόγιο το δρομολόγιο.
Ένα κόκκο άμμου κάθε φορά.
Από τη μία η χελώνα δεχόταν τη φροντίδα της μύγας και από την άλλη η μύγα ήθελε να το κάνει όσο καλύτερα μπορούσε.

 

Πέρασαν μήνες και το κέλυφος είχε σχεδόν φτιάξει.
Η μύγα δεν πέταγε όσο πριν.
Περπατούσε δίπλα της.

 

Ένα βράδυ ρώτησε:
«Δηλαδή… δεν με μισείς;»
Η χελώνα την κοίταξε. Την κοίταξε στα μάτια.
«Δεν σε μίσησα ποτέ. Δεν ξέρεις να κάθεσαι, κι εγώ δεν ξέρω να πετάω. Αλλά μπορώ να κάθομαι δίπλα σου, κι εσύ να περπατάς πλάι μου. Δεν χρειάζεται να είμαστε ίδιοι για να είμαστε μαζί.»

 

Η μύγα τότε κατάλαβε.
Και ξέρεις τι έκανε;

 

Πέταξε ψηλά.
Ψηλότερα από ποτέ.
Όχι όμως γρήγορα.
Αργά και σταθερά.
Όπως θα πέταγε η χελώνα,
αν είχε φτερά.
Όχι για να της μοιάσει.
Αλλά για να την καταλάβει.

 

Η χελώνα χάρηκε.
Δεν κράτησε πολύ.
Ήταν όμως αρκετό.
Είδε για πρώτη φορά τον ουρανό.
Και ήταν υπέροχος.

 

Κι από τότε, όταν έβρεχε, δεν έψαχναν στέγη.
Είχαν βρει σπίτι.
Ο ένας στον άλλον.

 

«Όποιος έχει τη χελώνα, μυγιάζεται»
Γιώργος Ιατρίδης ©
Οκτώβριος 2025
Λέξεις: 584