Το σοκάκι

Μία μέθοδος υπάρχει για να μείνεις πολλές ώρες ακίνητος, να κοιτάζεις κάπου ή κάτι επίμονα. Έτσι και ο Γιώργος, αναπόφευκτα κοίταζε τις θάλασσες μέσα στα μάτια της. Είχε μείνει σταθερός και χωρίς να κουνιέται για τόση ώρα, που ούτε και αυτός το πίστευε, σχεδόν δεν έκλεινε τα βλέφαρά του. Εύκολα θα μπορούσε να πει κάποιος, πως εκείνη τη στιγμή, έστω κι αν ακουστεί περίεργο, είχε το πιο χαζό χαμόγελο που θα μπορούσε να έχει ένας κλόουν. Εκείνη έφυγε, και παραβιάζοντας τους κανόνες του γελωτοποιού, κουνήθηκε κι αυτός. Άδειασε κάτω την περισσότερη άμμο που είχε μαζέψει το κουτί και άρχισε να μυρίζει τα κέρματα, ένα προς ένα, κατάλαβε αμέσως ποια είναι τα δικά της και έτσι τα έβαλε μέσα στη τσέπη του. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να κρατήσει για λίγο ακόμα τη μυρωδιά της. Ύστερα, ξανά στήθηκε για την επόμενη παράσταση. Η καινούρια στάση που επέλεξε να πάρει ήταν σκεπτική, μιας και ήθελε να φτιάξει μία μέρα που θα την περνάγανε μαζί.

Δεν είχε όμορφο νησί, ούτε είχε ησυχία τα βράδια. Παρ’ όλα αυτά, από ότι άκουγε, συγκέντρωνε τον περισσότερο κόσμο σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες. Τη χειμερινή περίοδο δε συνέβαιναν και πολλά, δεν υπήρχαν πάρτυ, βιασμοί, ναρκωτικά, πυρκαγιές, και κατά συνέπεια δεν υπήρχαν κανάλια. Οι μέρες οι δικές του τότε περνούσαν αργά και μελαγχολικά. Πήγαινε κάθε πρωί να προπονηθεί σε ερημικές παραλίες και στεκόταν όρθιος και χωρίς να κουνιέται για ώρες. Δεν ήταν τόσο δύσκολο, αφού το τοπίο σε εκείνα τα μέρη ήταν μαγευτικό, και έτσι μπορούσε να συγκεντρωθεί. Μόνο κάτι γυμνιστές τον ενοχλούσαν και ο πολύς αέρας. Όση περισσότερη ώρα καθόταν στο ίδιο σημείο, τόσο καλύτερα. Όσο δηλαδή περισσότερη λύπη ένιωθε, τόσο πιο ευτυχισμένους θα έκανε τους ανθρώπους…

Τώρα όμως ήταν καλοκαίρι και το νησί ζούσε σε πολύ δυνατούς ρυθμούς. Την ξαναείδε, ήταν σίγουρο πως θα την ξαναδεί, έτσι και αλλιώς, είχε βρει το καλύτερο σοκάκι για να στέκεται, εκεί όπου περνάει όλο το νησί για να πάει στα νυχτερινά μαγαζιά. Τώρα, δε γινόταν να μη γυρίσει το κεφάλι του, και να την ακολουθήσει μέχρι να χαθεί στο πλήθος, βαμμένη ήταν πιο όμορφη, οι σκιές κάτω, αλλά και πάνω από τα μάτια τις έμοιαζαν με ανταύγειες, που τέτοιες αποχρώσεις μόνο ο ουρανός μπορεί να αφήσει. Τα λιγοστά αυτά δευτερόλεπτα αρκούσαν να είναι τα πιο σημαντικά μέσα στη βαρετή και ασάλευτη ζωή του. Εκείνη δεν τον πρόσεξε. Έκατσε εκεί μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ξεπερνώντας κατά πολύ το ωράριό του, και τις αντοχές του, μα το κορίτσι δε φάνηκε. Άνθρωποι μόνοι, με παρέα, ερχόντουσαν και άφηναν λεφτά, μα ούτε που τον ενδιέφερε τί είχε μέσα το κουτί. Η όψη του τότε ήταν θλιμμένη και μάλλον από ότι καταλάβαινε, αυτό πουλούσε περισσότερο, γιατί το κουτι ήταν γεμάτο. Για κάποιο λόγο άρεσε στους ανθρώπους να βλέπουν τον διπλανό τους θλιμμένο…

Στο κρεβάτι τη σκεφτόταν, αντί εκεί να μείνει ακίνητος, γύριζε σαν τη σβούρα. Έλεγε πως δε θα κοιμηθεί απόψε και πως θα κάτσει να δει τί φταίει. Μάλωνε τον εαυτό του, αφού είχε χάσει ήδη δύο ευκαιρίες για να της μιλήσει. Μετά από ώρα κατέληξε στο συμπέρασμα, πως για να την προσεγγίσει πρέπει να πιει αλκοόλ, έτσι έκαναν και τα αγόρια στο νησί, και τα έβλεπες με δυο κοπέλες κρεμασμένες στον ώμο. Παρ’ όλα αυτά, ένιωθε πως δεν ερωτεύονται ποτέ, αφού σπάνια έβλεπε το ίδιο αγόρι, με την ίδια κοπέλα, για δεύτερη συνεχόμενη βραδιά, από την άλλη όμως, και ο Γιώργος, για μια βραδιά την ήθελε.

Την άλλη μέρα πήγε στο σοκάκι από νωρίς. Άρχισε να σκουπίζει τα χώματα, τους εμετούς, να μαζεύει τις σύριγγες, τα χάπια και ό,τι σκουπίδι υπήρχε από την προηγούμενη νύχτα. Κράτησε μόνο ένα μισοάδειο μπουκάλι με ουίσκι. Πριν ξεκινήσει τη βάρδια, το ήπιε όλο. Κοίταξε ύστερα το ρολόι του, έδειχνε πέντε το απόγευμα, θα καθόταν εκεί περίπου για δέκα ώρες, οπότε έπρεπε να πάρει μια καλή θέση. Άνοιξε τα χέρια του διάπλατα και έγυρε κάτω και δεξιά το σώμα του έτσι ώστε να φαίνεται λυπημένος, αλλά και να μοίαζει πως περιμένει κάτι. Τραγουδιστές, ηθοποιοί, επιχειρηματίες, μικρομεσαίοι, όλοι κυκλοφορούσαν με ένα μοντέλο δίπλα τους, κι αυτές, με ένα περιοδικό, όπου γύριζαν αδιάφορα τις σελίδες του και ρώταγαν με νάζι τον σημερινό διπλανό τους: «εγώ δεν έχω μεγαλύτερα στήθη από αυτήν;». Το δικό του βλέμμα όμως, καρφώθηκε στο άσπρο δέρμα του κοριτσιού, όπου ήταν σαν το γάλα, έκανε αντίθεση με τα μαυρισμένα σώματα, αλλά αυτή βιάστηκε να μπει στο πρώτο μαγαζί που βρήκε.

Άρχισε να την σκέφτεται πάλι, μα δεν άργησε να φανεί. Καμιά ώρα μετά, αφού μπήκε μέσα, την είδε να τη μεταφέρει λιπόθυμη ένας άντρας, την ακούμπησε στο κρύο πάτωμα και της έριχνε νερό μέχρι να ξυπνήσει. Ο Γιώργος στη θέα αυτή κουνήθηκε, γιατί ήξερε πως το νερό θα έκανε τα πράγματα χειρότερα. Δεν ξύπναγε, και βλέποντας το αγόρι πως δεν αντιδράει, την παράτησε και ξανά μπήκε μέσα. Ντόπιοι τραβούσαν με τα κινητά τους και τουρίστες με τις βιντεοκάμερες. Ένα θέαμα που για τον Γιώργο ήταν γνωστό… Ο Γιώργος όμως δεν ήξερε τί να κάνει, σκεφτόταν τον εαυτό του δίπλα της και τα έχανε. Για δευτερόλεπτα τρελάθηκε, μα σκέφτηκε όλα τα δεινά που κατακλύζουν την καθημερινότητα και πως αυτά δεν μπορεί να τα ελέγξει, αλλά την αγάπη μπορεί. Έτρεξε να τη βοηθήσει, δεν ήταν μεθυσμένη, πως θα μπορούσε εκείνη να είχε πει τόσο πολύ, είχε πάθει μια κρίση άσθματος από την πολυκοσμία. Έψαξε μέσα στη τσάντα της και βρήκε το ειδικό σπρέι, της έδωσε να τραβήξει τρεις γερές τζούρες και τότε ανέκτησε τις αισθήσεις της. Το βλέμμα της πρόδιδε απορία, αλλά και κούραση. Ύστερα ο Γιώργος ρώτησε το κορίτσι πώς το λένε και εκείνη ψιθύρισε: «Αλίκη». Την πήρε στην αγκαλιά του και την αποκοίμισε.

Το πρωί ο Γιώργος ξύπνησε από το άρωμά της, αλλά στο μεταίχμιο ύπνου και ξύπνιου δεν κουνήθηκε, έμεινε ακίνητος, για να μην χαλάσει έστω και λίγο τον ωραίο της ύπνο. Κοίταξε μόνο το κουτί που δεν είχε καθόλου κέρματα, αλλά μέσα υπήρχε ένα τριαντάφυλλο, αναστέναξε βαθιά και ύστερα κοίταξε το άδειο σοκάκι· κάπως έτσι είχε ονειρευτεί να περάσει μία νύχτα μαζί της.

 

Collage_Charlie_Chaplin