Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια…

“Το να παρατηρείς τους ανθρώπους σου δίνει μια εμπειρία και ένα αξίωμα που δεν μπορεί να διδαχτεί· ειδικότερα τώρα, που όλοι προσέχουν την οθόνη του κινητού τους”.

 

Εκείνος γύρναγε από το καθιερωμένο του απογευματινό περπάτημα και εκείνη από το μπάνιο στην παραλία. Εκείνος είδε από μακριά μια κοπέλα να περπατάει με μία παντόφλα, καθώς την άλλη, την κράταγε στο χέρι. Για κάποιο λόγο όσο ερχόντουσαν πιο κοντά, τόσο η καρδιά του χτύπαγε δυνατά. Είναι από εκείνες τις φορές που λες, κάτι θα συμβεί. Εκείνη πάλι τον κοίταζε από μακριά, αλλά όταν τον έφτανε χαμήλωνε το βλέμμα της, σαν να ντρεπόταν που την έβλεπε κάποιος ξυπόλητη. Εκείνος μπορεί να είχε χίλιες φοβίες για να μιλήσει σε μια άγνωστη, αλλά αν δεν της μίλαγε θα αποκτούσε διπλάσιες φοβίες και διπλάσιες ντροπές. Στραβοκατάπιε, έξυσε λίγο το κεφάλι του, πήρε ανάσα και είπε:

«Γεια, είχες ατύχημα με τη σαγιονάρα;» της είπε χαμηλόφωνα και χαμογέλασε.

«Ναι, έσπασε σε αυτό το σημείο, την είχα καιρό, αλλά δεν περίμενα να συμβεί».

«Μένεις κοντά; Μπορώ να σε βοηθήσω».

«Σε ευχαριστώ, θα περπατήσω και θα φτάσω». Απάντησε αυθόρμητα, σχεδόν σαν ρομπότ.

«Το σπίτι μου είναι ακριβώς από πάνω, αν θες σου δίνω μια παντόφλα και γυρνάς».

Εκείνη δίστασε, αλλά λίγο το πόδι της που πονούσε, λίγο που κάποιος ενδιαφέρθηκε για εκείνη, λίγο ο ευγενικός του τρόπος, την έκαναν να αλλάξει γνώμη.

«ΟΚ».

Καθώς εκείνος άνοιγε την εξώπορτα της είπε:

«Ανδρέας».

«Άννυ».

 

Ανέβηκαν τα σκαλιά. Ο Ανδρέας με αθλητικά παπούτσια και η Άννυ με μία σαγιονάρα. Αφού ξεκλείδωσε και την πάνω πόρτα, μπήκε πρώτος και άναψε τα φώτα.

«Μπορεί να είναι λίγο ακατάστατα, δεν περίμενα κόσμο στο σπίτι…»

και ξαναχαμογέλασε.

«Το δικό μου είναι σίγουρα πιο ακατάστατο από το δικό σου», χαμογέλασε και εκείνη.

«Αλήθεια; Και πού είναι αυτό το ακατάστατο σπίτι;» πάλι δεν απάντησε.

«Μπορείς να κάτσεις εδώ, μέχρι να σου βρω κάτι για να κάνεις τη δουλειά σου» και της έδειξε έναν πράσινο καναπέ.

Άργησε επίτηδες να πάει προς το ντουλάπι που είχε παλιές σαγιονάρες και σαγιονάρες της πρώην κοπέλας του. Ήθελε να παρατηρήσει λίγο περισσότερο την άγνωστη κοπέλα. Για κάποιο λόγο του άρεσε υπερβολικά πολύ από την πρώτη μακρινή ματιά στο δρόμο και τώρα βρισκόταν στον καναπέ του. Καστανόξανθα κοντά μαλλιά, πρασινομελί μάτια και ένα πολύ λαμπερό δέρμα. Φορούσε ένα τζιν σορτσάκι και από πάνω μια άσπρη μπλούζα και λογικά από μέσα το μαγιό της.

«Θες νερό;»

Ήθελε και εκείνη να κερδίσει χρόνο, για να τον ψυχολογήσει λίγο περισσότερο, έτσι είπε:

«Ναι, ευχαριστώ».

Κοίταζε τις κινήσεις του που μοιάζανε αμήχανες, τα πόδια του πολλές φορές κάνανε το ίδιο δρομολόγιο χωρίς λόγο, κοίταζε τα καλοχτενισμένα μαλλιά του, κοίταζε τα βιβλία που είχε στα ράφια, τα χρώματα στα παπούτσια του, γενικά παρατηρούσε τα πάντα. Ο Ανδρέας διέθεται θάρρος και αμηχανία μαζί, αυτό άρεσε στην Άννυ, που είχε πείσει τον εαυτό της από τη στιγμή που μπήκε στο σπίτι του, πως είναι πιο έμπειρη από εκείνον, κι αν συμβεί το οτιδήποτε, μπορεί να το διαχειριστεί· είτε καλό, είτε κακό. Εξάλλου έμπαινε σε ένα άγνωστο σπίτι.

 

Την ίδια στιγμή εκείνος πήγε προς την κουζίνα και μαζί με το νερό της έφερε κι ένα κομμάτι χαρτί. Έσκυψε και πήγε προς το πόδι της. Σκέφτηκε πως θα είχε λερωθεί. Εκείνη χαμογέλασε.

«Πολύ περιποίηση… σε ευχαριστώ».

Ο Ανδρέας χάρηκε χωρίς όμως να αντιδράσει, ή καλύτερα χωρίς να θέλει να αντιδράσει. Τώρα φέρθηκε εκείνος σαν ρομπότ.

«Πονάς;»

«Λίγο, αλλά θα περάσει. Έχεις ωραίο σπίτι».

«Ευχαριστώ».

Ο Ανδρέας για να κερδίζει πάλι χρόνο της έφερε κάτι δικές του σαγιονάρες που δεν υπήρχε περίπτωση να της κάνουν.

Την κοίταξε στα μάτια, και της είπε:

«Ίσως να είναι λίγο μεγάλη αυτή».

«Είναι σίγουρα καλύτερη από τη δικιά μου, τη σπασμένη, έπρεπε να έχω κι άλλη μαζί μου» είπε με απολογητικό ύφος.

«Όποιος δεν έχει μυαλό έχει πόδια, λένε», και κοίταξε αυθόρμητα ανάμεσα στα πόδια της.

Η Άννυ είχε καταλάβει από το δρόμο πως τα μάτια του Ανδρέα αλληθώριζαν όταν οι ματιές τους ενωνόντουσαν, ακόμη η τόση μεγάλη φροντίδα σε συνδυασμό με το χαμόγελο φανέρωναν ένα είδους φλερτ. Έριξε άλλο ένα αθώο βλέμμα στο σπίτι για να αποφευχθεί η αμηχανία της στιγμής και αποφάσισε να παίξει λίγο μαζί του.

Αυτή τη φορά ο Ανδρέας ξαναγύρισε με δύο παντόφλες που σίγουρα θα της κάνανε, έτσι αναφώνησε όλο χαρά:

«Αυτές είναι στο μέγεθός σου».

Της έπιασε το πόδι, της χάιδεψε λίγο τα δάχτυλα και… εκείνη την ώρα η Άννυ με το άλλο πόδι χάιδεψε ελαφριά το καβάλο του Ανδρέα, ίσα ίσα, σχεδόν για να θεωρηθεί ότι έγινε κατά λάθος. Ακόμα και κατά λάθος αν γινόταν, για εκείνον ήταν μια απερίγραπτη γαλήνη, σαν να του τραγουδούσαν όλα τα άστρα και το φεγγάρι μαζί.

Τα ακροδάχτυλα της Άννυς όμως παρέμειναν τεντωμένα. Πλέον ήξερε ο Ανδρέας –αλλά και τα άστρα και το φεγγάρι– πως το έκανε επίτηδες. Η καρδιά του χτύπαγε πολύ δυνατά. Σε εκείνο το σημείο ή ενδίδεις ή λες στην κοπέλα να φύγει, δεν υπάρχει κάτι ενδιάμεσο. Εκείνος φυσικά διάλεξε το πρώτο. Της φίλησε το πέλμα, τη γάμπα και μετά της έδωσε άλλο ένα φιλί στο μπούτι. Το σώμα της μύριζε θάλασσα, ήταν σίγουρο πως είχε γυρίσει από την παραλία.

Η Άννυ ξανακοίταξε στο πάνω μέρος του σπιτιού και έξω από το μπαλκόνι. Ο Ανδρέας έκλεισε το φως, και ξετύλιξε τις κουρτίνες για να ανοίξουν διάπλατα. Ήταν αυτό ακριβώς που σκεφτόταν εκείνη. Λιγότερο φως, περισσότερη ιδιωτικότητα. Ξανά γυρίσανε στην ιδιά ακριβώς θέση. Για λίγη ώρα “μιλάγανε” μόνο με τα μάτια. Της αφαίρεσε το μικροσκοπικό σορτς και το κάτω μέρος από το μαγιό. Χάθηκε μέσα στα θαλασσινά υγρά από το αιδοίο της. Ήταν σαν να βουτάει στην πιο όμορφη παραλία. Εκείνη τον τύλιξε με τα πόδια της και ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια. Τώρα “δεν μίλαγαν ούτε με τα μάτια”. Οι ψυχές “μίλαγαν”, αλλά κι αυτές “δαγκώνανε τα χείλη”.

 

Ο Ανδρέας σηκώθηκε και έδωσε το χέρι του στην κοπέλα, εκείνη έπιασε το δικό του και οδηγηθήκανε στο κρεβάτι. Η Άννυ έβγαλε τα ρούχα του Ανδρέα και εκείνος το σουτιέν που είχε απομείνει πάνω της. Οι ρώγες της ήταν τόσο σφιχτές που έμοιαζαν με πυξίδες, ίσως και να έδειχναν το Βορρά, αλλά μικρή σημασία είχε αυτό εκείνη τη στιγμή…

Άρχισε να του χαϊδεύει τον πούτσο με απαλές κινήσεις. Τα βελούδινα μικρά χέρια της χάθηκαν στο μεγάλο πουλί του Ανδρέα. Όμως οι συγχρονισμένες κινήσεις επανάφεραν την ηδονή. Εκείνη σηκώθηκε ελαφριά και έδωσε ένα απαλό φιλί στη βάλανο. Ύστερα, έπιασε με τα πόδια της το πουλί του και του το έκανε πολύ απαλό μασάζ.. και μετά πιο γρήγορα, μέχρι να φτάσει στην στύση. Φιλήθηκαν με πάθος.

Ξανασηκώθηκε και ήρθε πιο κοντά του και τώρα έκανε ένα συνδυασμό λίγο με τα χέρια και περισσότερο με τα πόδια της. Ξαναφιλήθηκαν. Ο Ανδρέας δεν ήθελε να τελειώσει γρήγορα, έτσι την είχε αγκαλιά και τις περισσότερες φορές την κοίταζε στα μάτια. Όλη η Πανσέληνος φώτιζε εκείνο το δωμάτιο.

Η Άννυ δεν αρκέστηκε στη ποδολαγνεία, κατέβηκε σιγά σιγά και τώρα το στόμα της έβλεπε το καυλί του. Έβγαλε πρώτα τη γλώσσα της και ουσιαστικά δοκίμαζε τις γεύσεις και τις οσμές. Εκείνος της έπιανε τα μαλλιά και αισθανόταν σαν να ήταν ο βασιλιάς και οι υπήκοοι μαζί. Η Άννυ τον έγλυφε και τον κοίταζε παράλληλα, και με το άλλο χέρι της τον χάιδευε απαλά στο στήθος. Το καυλί του Ανδρέα τώρα ήταν πολύ υγρό και καυλωμένο. Τώρα το βλέμμα του ήταν πιο άγριο. Εκείνη συνέχισε τώρα να του χαϊδεύει τον πούτσο του με τα δύο της χέρια, και με τα χείλη της, και συνέχισε να τον κοιτάει για να βλέπει τις αντιδράσεις του. Από το βλέμμα του καταλάβαινε πως του αρέσει πολύ. Εξάλλου ως ένα μικρό ευχαριστώ της έπιανε τα μαλλιά και της τα μάζευε πίσω. Τώρα τα δικά της χείλη είχαν γεμίσει με υγρά.

Ύστερα, μετακινήθηκε λίγο πίσω και συνέχισε τις κινήσεις με τα πόδια, πιο γρήγορα, πιο αισθησιακά. Τώρα υπάκουε κι ο Ανδρέας στο ρυθμό της· βάζοντας τα χέρια του στα πόδια της, ήταν σαν να την παίζει και εκείνος. Διπλή ηδονή ή και τριπλή, μιας και το μουνί της Άννυς ήταν πιο ολόγιομο κι από την Πανσέληνο, και πολύ πιο κοντά του. Το ολόγιομο φεγγάρι απείχε 365.000 χλμ μακριά από τη γη, αλλά εκείνος μερικά εκατοστά μακριά από το ολόγυμνο μουνί.

Η Άννυ σταμάτησε το πάνω κάτω μιας και κουράστηκε. Ξεκίνησε το αριστερά δεξιά. Μετά έβαλε τα πόδια της στο πρόσωπο του. Εκείνος χάιδευε τα δάχτυλα της και ταυτόχρονα τα γευόταν. Μετά από λίγο, άνοιξε το συρτάρι, βρήκε ένα προφυλακτικό, το φόρεσε και άρχισε να γαμάει το μουνί της Άννυς. Εκείνη ήρθε και καβάλησε τον πούτσο του, ουσιαστικά κάνανε την στάση “η ανάποδη καουμπόισσα”. Όλες οι κινήσεις ήταν πολύ αρμονικές. Εκείνη το απολάμβανε από την πρώτη κιόλας στιγμή, φαινόταν και ακουγόταν πολύ χαρούμενη και ευτυχισμένη. Μετά από ένα λεπτό την σήκωσε ελαφριά και τώρα τα υγρά πόδια της ακουμπούσαν το ένα το άλλο. Μία στάση αρκούσε για να τελειώσουν και οι δύο. Εκείνη πάνω στον πούτσο του Ανδρέα και εκείνος στα μικρά δαχτυλάκια των ποδιών της. Φυσικά η Άννυ δοκίμασε με το χεράκι της τι γεύση είχαν τα χύσια του.

 

Η Πανσέληνος έριχνε το δικό της φως από τα παντζούρια και τόνιζε τις καμπύλες της Άννυς. Ο Ανδρέας φωτισμένος όπως ήταν ένιωθε άτρωτος εκείνη τη στιγμή. Όλες οι φοβίες του είχαν γίνει αρετές, ηδονές και οργασμοί. Το σώμα έχει μια εσωτερική πυξίδα, που κινείται προς την κατεύθυνση που ξέρει πως θα περάσει καλά. Ο Ανδρέας και η Άννυ περάσανε μαζί τη νύχτα, το καλοκαίρι, αλλά και τον χειμώνα· και όλα αυτά ξεκίνησαν από μια σπασμένη σαγιονάρα. Θα μπορούσαν πολύ εύκολα να κατεβάσουν το βλέμμα, να προσπεράσουν, και μαζί τους να προσπεράσει μία σχέση. Τα δύο παιδιά όμως, ήταν εκεί. Ήταν εκεί για να ζήσουν τον έρωτα της μιας βραδιάς που μετά εξελίχθηκε σε κάτι πιο δυνατό. Τα πόδια αποδείχθηκαν καλύτερα από το μυαλό, και τα σώματα πιο καυλωμένα από κάθε λογική.