Φοβάμαι τους συγγραφείς που έχουν μεγαλύτερο βιογραφικό από την ιστορία που θέλουν να μου πουν. Φοβάμαι τη στημένη θλίψη και μελαγχολία που σχηματίζεται στο προφίλ τους. Φοβάμαι τα ανέραστα άτομα που γράφουν και που δεν έζησαν ποτέ· και επίσης τα πρόσωπα που είναι ανυπόφορα από τη στοργή – που λέει και ο Σεφέρης. Φοβάμαι τους ανθρώπους που στην εκδήλωση προς τιμήν τους, κουβαλάνε ένα τσούρμο από συγγενείς για να γεμίσει η αίθουσα. Φοβάμαι τους συγγραφείς που το πόνημά τους είναι πώς θα γίνουν βιτρίνα και πώς θα γράψουν το επόμενο best seller. Φοβάμαι τους συγγραφείς που έχουν στη πλάτη τους τρεις διαφορετικούς οίκους και που έχουν συγγενείς που γράφουν και που έφτιαξαν όνομα πριν καν γράψουν οι ίδιοι. Κι ακόμα φοβάμαι, τους συγγραφείς που οι μοναδικοί φίλοι που είχαν ποτέ, ήταν οι ήρωες από κάποιο βιβλίο. Και τέλος, φοβάμαι την Σταματίνα Τσιμτσιλή –ναι είναι μια κατηγορία από μόνη της– που πρώτα αγόρασε φουστάνι για την παρουσίαση και μετά σκέφτηκε τον τίτλο του βιβλίου της. Ακόμα, στον αντίποδα, με φοβίζει η μιζέρια, των ανθρώπων που λένε πως οι εκδοτικοί φταίνε για όλα. Αλλά περισσότερο από όλους, φοβάμαι εμένα.