Στίχοι: Γιώργος Μίχας
Μουσική: Γιώργος Μίχας
Πρώτη εκτέλεση: Θεοδοσία Τσάτσου
Τραγούδι: Πού να ‘σαι τώρα
Πώς μπορείς να κρατάς στο ένα χέρι την αγαπημένη σου, και στο άλλο χέρι αυτό που σε κάνει να μην την αγαπάς; Ο Θεός έφτιαξε το καλό και το κακό, όχι για να μην επιλέγουμε το κακό, αλλά για να επιλέγουμε με κλειστά μάτια το καλό. Μόνο που… τα δικά σου μάτια, ήταν συνέχεια κλειστά…
Πού να ‘σαι τώρα πού γυρνάς; Ξέρεις, εκεί έξω υπάρχουν χιλιάδες δρόμοι, χιλιάδες επιλογές· ο δρόμος που πρέπει να πάρεις είναι αυτός που σε φοβίζει. Εσύ μου έμαθες να μην φοβάμαι, αλλά εσύ φοβήθηκες τον εαυτό σου. Εσύ μου έμαθες να γελάω, αλλά εσύ γελάστηκες από τον εαυτό σου. Θα μπορούσα να ζήσω μαζί σου για πάντα, αν στο άλλο σου χέρι δεν κράταγες μυστικά και δικά σου όνειρα, που τελικά, έγιναν εφιάλτες…
Ποια ευτυχία ξεδιψάει μες στα δάκρυα σου; Θυμάμαι το άγγιγμα σου στο λαιμό μου, να μου περνάς τη χρυσή καδένα με το όνομα μου, τότε κατάλαβα πως με λένε. Αυτή η στιγμή γιατρεύει τα μέσα μου, τους πόνους μου και τα όσα πέρασα για εσένα. Ακόμα κι εσύ δάκρυσες. Τα μάτια σου μου λέγανε τόσα, μου λέγανε να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, μου λέγανε να κάνουμε μια νέα αρχή, μια επανεκκίνηση. Μα οι υπολογιστές έχουν επανεκκίνηση, όχι η ζωή…
Ποια παγωνιά τώρα ξυπνάει μέσα απ’ τη φωτιά σου; Οι μώλωπες και τα χτυπήματα φύγανε, -όπως κι εσύ- αλλά γίνανε παράσημα, κι έγινα εγώ το αντράκι δίπλα σου. Η βασανισμένη μου καρδιά ψήλωσε δυο πόντους στη μυρωδιά των ουσιών και τα λάθη μου έγιναν κραυγές για να ακουστούν από τα μεγάφωνα της πόλης.
Πόσο αξίζει μια στιγμή; Καταλαβαίνεις την αξία της ζωής όταν βλέπεις πάνω στα βλέφαρα του αγαπημένου σου την ευτυχία, εγώ δεν την είδα ποτέ σε εσένα.
_
Μια ιστορία εμπνευσμένη από τη φίλη Βασιλική Τσούτσουρα.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο “Γραμμόφωνο“.