Τα ποιήματα Β’ – Νίκος Καρούζος

Η ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΗ ΦΑΣΗ ΣΤΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

Σας φωνάζω σήμερα μέσα απ’ το θάνατο μισοξύπνητος
το εγώ σχηματίζει τους τρομερούς μου αποχαιρετισμούς
στην ουσία η μετακίνηση είναι αδύνατη. Μονομανία.
Η αλχημεία μου δε θά βρει επιστημονική διέξοδο
ισοβίτης είμαι στα πανοράματα χρωματιστά της σκοτοδίνης
καινός και πλήρης από λήθαργο βλακείας.
Μήπως είμαι κρίκος; εμφάνεια σερνάμενη στο αόρατο;
πλεμόνια δίχως κυψελίδες ή ίσως εγκόλπωση;
Χρειαζούμενα στην αιθρία τα ερωτηματικά διαλάμποντας
δαρβινικά γιαπωνέζικα ιρακινά αφρικάνικα
η αναλγησία μου κερδίζει έδαφος κι αυτό είναι θαυμάσιο
πρέπει να καταστρέφουμε
προπάντων τον εαυτό μας
έρμαιο και κατά διαστήματα εξανεμισμένο από Δέκα
ώσπου να γίνει μάνα-γη να γίνει χώμα.
Μήπως είμαι βαρόμετρο; δύσβατη περιοχή; καταστάλαγμα;
Είμαι απλώς ένας ακοινώνητος.

ΠΕΡΣΙ Ή ΠΡΟΠΕΡΣΙ;

Κατάγιαλα βρισκόμουνα κι ανάσαινα την αύρα της θαλάσσης
il pleuvait sans cesse sur Beste – θυμήσου το Μπάρμπαρα
το πιάνο είχε καταχνιάσει σε χιλιετίες τείνοντας προς εμένα
δύσκολα φεύγουμε απ’ το μεσίστιο Ίσως
τι φταίω όμως εγώ που λιμνάζει στα πέρατα η θνησιμότητα
ηλιοφάνεια σου αφηγούμαι τράβα στο τηλέφωνο μηδέν
για ν’ ακούσω
οπότε εβγήκα γρήγορα στο προαύλιο έξω να μαζέψω τις καρέκλες
και χούγιαξα τον ουρανόφυτο Θεό σας με σεισμογόνα μουσική μου
σε διαστάσεις τρομαχτικής σημειογραφίας που μόνη της έφθινε
ήτανε δυστυχείς φιλόλογοι και άλλοι ολιγοφρενείς επαγγελματίες
τα τιμάρια-γυναικάρια συνερίζονταν κι ανάστρεφαν επιθέσεις
κανένας δε θα μπορέσει να θωρακίσει τους φυτοφάγους ελέφαντες
δεν ξέρω πια τι μου επιφυλάσσεται τύπτω γωνίες κάθετες και
διδάσκω
θεραπείες από μνήμης.

ΓΙΟΡΤΑΖΩ ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΜΟΥ ΜΕ ΚΑΥΣΩΝΑ

Τείνουμε ολοένα σε βεβαιότητες διαφέροντας απ’ τα ζώα
ως προς τη ζωωδία μας μονάχα.
Για συγκόλλησε την ανάπνια σου με το αντικείμενο
που τουρτουρίζει tat
είν’ η αμφίνοια στον ήλιο λάμπουσα τα κόπρανα της μαύρης αίγας
από μέσα tat απ’ έξω tat τα συνηχούμενα δίχα
σε χορογραφία της γλώσσας
εγκυμονώντας ή εκτιτρώσκοντας
μαραζωμένες φωτιές από φώκιας ασπράδι
τη νύχτα καρβουνοζωή με ζου γαμψόνυχο λένε οι Λάπωνες
τη νύχτα κλάνει το νερό στις υπναλέες βρύσες
το σύμπαν είναι ξεκάθαρα γλωσσικό – η συμφορά μας –
ανοίχτε
εγώ μυήθηκα για παγόβουνο
tat –

nikoskarouzos2

ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΝΔΟΜΥΧΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ

Σ’ ακούω είσαι μουσική
μα όμως ποιος μπορεί ν’ ακούει
την ακοή;
Τι ναν την κάνεις τόση μουσική με δίχως κρέατα
δίχως τα σάβανά της τα σμαράγδινα
και δίχως
τα βυσσινιά φτερούγια στα ογλήγορα
γερατειά των αεικίνητων εντόμων…
Ένας υπέροχος τραγουδιστής όπως το ξέρεις
εν’ η ωμότητα η πιο βαμμένη λάμψη
και το μεγάλο κινητό φαράγγι της φάλαινας
ανάμεσα στην έριδα στο χημικό γαλάζιο
– μην το φωνάξεις τώρα, όλοι το γνωρίζουμε
οπού ο έρωτας την έχει σκυλοκουβαλήσει
σκαλίζοντας με το νύχι του το άσπονδο ολόγυρα
σκοτάδι.
Κι ο ποιητής τι κάνει – θα μου πεις…
Αυτός κοιτάζει
να στερέψει τις πηγές της τρέλας.

ΠΩΣ ΝΑ ΟΝΟΜΑΣΩ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ

Σύγνεφα ξεκουτιάρικα διασημότητες της αιθρίας
κάθομαι σ’ ένα βραχάκι σάς απολαμβάνω
δεν έχετε προβλήματα τη λύση την κρατεί γαλήνιος
ο ρακένδυτος προλετάριος
ο φυσικός νόμος
τηλέφωνα δεν ξέρετε την αγάπη
στα άκρα την ξετυλίγετε
τυχάρπαστα δεδομένα σύμβολα της θλίψεως.
Δεν έχω μια δεκάρα στην τσέπη μου κι όμως αγάλλομαι
στη δοξασμένη σας νηπιότητα
ο τιμάριθμος εδώ σε μας ανεβαίνει μα εσάς τί σας νοιάζει
που βροχθίζετε ολοένα το γαλάζιο τ’ ουρανού
μ’ ένα σερνάμενο γεγονός από καραμέλα
θύματα στιγμιαία στα οξύρρυγχα μεγάλα δευτερόλεπτα…
Είμαι κι εγώ ωσάν εσάς τρεχάμενος: επειγόμενη ύλη
μα όχι δεν το ξαναστοχάζομαι
γαϊδούρια μαθουσάλες μού φαινόσαστε βρε άτιμα σύγνεφα
σας ικετεύω μια ματιά σε μένα οπού μάτωσα
την κίνηση συζευχτήκατε λησμονώντας τη δυστυχία μου
προς την πλήρη διάλυση πορευόμενα.

ΦΘΟΡΙΟ ΓΙΑ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΩΜΑΤΑ

Δωδεκάμισι-μεσημέρι.
Θα σκοτώσουμε κροκόδειλους
με τριανταοχτάρια.
Το αίμα τους θα ανακράξει ύψος
αφρικάνικο.
Δεν είναι βλοσυρός αυτός
ο χειμώνας.