Πάτησα δυο-τρεις φορές το κουμπί νομίζοντας πως το ασανσέρ θα έρθει πιο γρήγορα. Μάταια, το ασανσέρ έκανε την ίδια ώρα. Τελικά κατέβηκε και αυτόματα άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες του. Επιβιβάστηκα και αμέσως πάτησα το κουμπί «εννιά», εκεί σταματάω για να πάω στη δουλειά.
Κάθε φορά που μπαίνω σε ασανσέρ, σκέφτομαι, πως αυτός εδώ ο χώρος έχει δύο όψεις. Είναι ένα καλό απομονωτήριο, αλλά και το μέρος που μπορείς πολύ εύκολα να γνωρίσεις κόσμο. Αρχικά, είναι ένα ησυχαστήριο γιατί κανείς δε θα σε ενοχλήσει. Οι άνθρωποι στο ασανσέρ ξύνονται, παίζουν με τα μαλλιά τους, με το κινητό τους, κοιτάζονται στον καθρέφτη, αλλά ποτέ δε μιλάνε σε κάποιον άγνωστο – αυτό μοιάζει σαν άγραφη συμφωνία που έχουμε υπογράψει όλοι πριν μπούμε σε έναν ανελκυστήρα. Τόσο κοντά, αλλά τόσο μακριά. Η άλλη όψη βέβαια του ασανσέρ είναι πολύ καλύτερη, μιας, και μυρίζεις τον άλλον, αισθάνεσαι το άγχος του, τον κοιτάς στα μάτια, κι αν τύχει και ξυπνήσεις εσύ καλά, ο άλλος καλά, τα ζώδια σας να είναι σε τροχιά γνωριμιών, τότε, υπάρχει μια πιθανότητα ο ένας από τους δύο να ξεστομίσει ένα «γεια».
Το ασανσέρ είναι ο καλύτερος καθρέφτης της εγκόσμιας ζωής μας. Όπως συμπεριφερόμαστε μέσα σε ένα ασανσέρ έτσι ακριβώς δράμε και στη ζωή. Επιζητάμε δηλαδή με απόγνωση να δούμε τον εαυτό μας μέσα σε καθρέφτες, έπειτα να τον θαυμάσουμε, ύστερα να τον φωτογραφίσουμε και τέλος να δημοσιεύσουμε το είδωλό μας. Όμως, αυτή η διαδικασία υποσυνείδητα, αλλά και συνειδήτα, μας κλείνει ακόμα περισσότερο, για αυτό και τις φορές που βρίσκεται κάποιος δίπλα μας δεν του μιλάμε. Άλλες φορές βέβαια, όταν είμαστε μόνοι στο ασανσέρ θα κοιτάξουμε προς το μέρος των παπουτσιών μας, δείγμα πως δε πιστεύουμε στον εαυτό μας, ενώ όταν περιτριγυριζόμαστε από άλλους θα ψιλώσουμε λίγο για να φαινόμαστε πιο ψηλοί. Άρα, όταν μπαίνουμε σε έναν ασανσέρ εμφανίζουμε ένα ανεξήγητο σύνδρομο διπροσωπίας.
Το ασανσέρ είναι καθρέφτης και της ψυχή μας, με μεγαλύτερη ευκολία θα πατήσουμε το κουμπί «stop» ή το κουμπί με το κουδούνι, παρά το κουμπί για να πάμε σε κάποιον άλλον όροφο από αυτό που δουλεύουμε. Βρε αδελφέ, για να δούμε μια διαφορετική εικόνα, πώς άραγε τα περνάνε στο κάτω πάτωμα ή πώς μοιάζουν οι άνθρωποι στο πάνω επίπεδο. Αυτό φυσικά υποδηλώνει πόσο κουρασμένες είναι οι ζωές μας, πόσο ρουτινιασμένες είναι, αλλά και πόσο ενδιαφερόμαστε για να ανακαλύψουμε κάτι καινούργιο. Το κουμπί της ταράτσας βέβαια, ούτε κατά διάνοια, η υψοφοβία της καρδιάς μας δεν μας αφήνει να “ψηλώσουμε” λίγο ακόμα. Μία μέρα όμως, έχουμε-δεν έχουμε κόσμο δίπλα μας, κι αν έχουμε τα κότσια βέβαια, μπορούμε να κάνουμε αυτό. Να πατήσουμε με οργή το «stop», να σταματήσουμε την κυκλοφορία και τη ροή της καθημερινότητας και να χαζέψουμε λίγο έξω από το παράθυρο, ίσως, έτσι νιώσουμε λιγάκι ελευθερία, έστω για μια στιγμή.
Πάτησα δυο-τρεις φορές το κουμπί νομίζοντας πως το ασανσέρ θα έρθει πιο γρήγορα. Μάταια, το ασανσέρ έκανε πάλι την ίδια ώρα. Τελικά ανέβηκε και αυτόματα άνοιξαν διάπλατα οι πόρτες του. Επιβιβάστηκα και αμέσως πάτησα το κουμπί «μηδέν», εκεί σταματάω για να πάω στο σπίτι.
_
Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην “Εναλλακτική δράση“.