Γιατί γράφεις;

–Γιατί γράφεις; (ρώτησε το κορίτσι)
–Γράφω για να πολεμήσω αυτά που δεν μου δίνει η ζωή (απάντησε το αγόρι)
–Αν παίζαμε χαρτοπόλεμο τότε θα νικούσες…
–Ξέρεις, υπάρχουν αρκετά που πιστεύω πως δεν μπορώ να τα λύσω χωρίς το χαρτί
–Μα κοίταξε τους ανθρώπους τριγύρω σου, αυτοί γράφουν;
–Και ποιος σου είπε πως είναι στα καλά τους;
–Ωραία, πες μου τότε κάτι που έχεις λύσει μέσα από τη γραφή
–Με μία πρόταση θα μπορούσα να σου πω, πως έχω έρθει πιο κοντά σε αυτό που λέμε αγάπη
–Δηλαδή…
–Δηλαδή, όλοι οι άνθρωποι, γύρω μας, όπως είπες κι εσύ, νιώθω πως νηστεύουν την αγάπη, για κάποιο λόγο την κρατάνε τόσο πολύ μέσα τους που κάποια στιγμή σαν ηφαίστειο σκάει και γίνεται πρόβλημα, αρρώστια, καταπίεση και άλλα χίλια δυο
–Όσοι γράφουν είναι ανώτερα όντα δηλαδή; (ρώτησε με υπαινιγμό το κορίτσι)
–Όχι, απλά κυνηγάνε τα όνειρά τους, αυτό ίσως να είναι ένα δείγμα όχι ανωτερότητας, αλλά δημιουργικότητας
–Όλα τα κείμενά σου είναι θλιμμένα όμως
–Ε, όχι κι όλα… (είπε χαμογελώντας το αγόρι)
–Σχεδόν όλα τότε…
–Εκεί βρίσκεται όλη η μαγεία της λογοτεχνίας, αν ήμουν καλά δε θα έγραφα, γράφω για να θρέψω τις πληγές μου
–Μα τις πληγές αυτές τις ανοίγεις εσύ ο ίδιος
–Τις ανοίγω, αλλά όταν τις κλείνω γίνομαι καλύτερος
–Ξέρεις πόσες φορές ήρθαμε τόσο κοντά και νόμιζα πως θα με φιλήσεις…
–Το κατάλαβα κι εγώ, αλλά εκ των υστέρων
–Οπότε δεν μπορείς να μου μιλάς για αγάπη
–Αν απλά θέλεις ένα φιλί και λίγο sex, τότε ναι, δεν μπορώ να μιλάω για αγάπη

(Τα δύο παιδιά σωπάσανε για λίγο)

–Νύχτωσε (είπε το κορίτσι)
–Ας φύγουμε (αποκρίθηκε το αγόρι)