Μερικοί επέμεναν να αντικαταστήσουν τα έπιπλα με καινούρια ή τέλος πάντων να μεταφέρουν τα παλιά στην κουζίνα, στην ανάγκη σε ένα από τα μέσα δωμάτια που θα δε θα χρησίμευαν ούτε για ένα λεπτό. Οι περισσότεροι δεν είχαν πειστεί για όλες εκείνες τις ανοησίες που είχε χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα στην αλληλογραφία του ο κύριος του διπλανού διαμερίσματος, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κι αλλιώς, αναγκαστικά έπρεπε να βρεθεί ένας ανώδυνος τρόπος για να τελειώνουν μια ώρα αρχύτερα. Η γυναίκα τους είπε ότι ήταν διαθέσιμη μέχρι την μεθεπόμενη βδομάδα, όταν και θα εξέπνεε η προθεσμία της μεγάλης συμφωνίας. «Θα προσποιηθώ ότι έχω δίκιο…», τους είπε «…και όταν όλα πάρουν και πάλι το δρόμο τους, καλύτερα να μου δώσετε μερικά χρήματα και να φύγω». Εκείνοι δεν ήθελαν βέβαια να την αφήσουν να κάνει αυτό που ήθελε, δηλαδή να τους εγκαταλείψει πριν σχηματίσουν μια ολοκληρωμένη άποψη για το τι συνέβαινε μέσα σε εκείνο το σπίτι. Πάντως, για να μη τη χάσουν και τραβάνε τα μαλλιά τους, της υποσχέθηκαν ότι όλα θα γίνουν όπως τα θέλει εκείνη και της έδωσαν μάλιστα και μια προκαταβολή για να την καλοπιάσουν.
Την Τρίτη ήρθε ένας άλλος κύριος- ο οποίος υποστήριζε μάλιστα ότι είχαν συστηθεί στο παρελθόν- και τους έφερε μια μεγάλη βαλίτσα που περιείχε μπισκότα και τσαλακωμένα χαρτιά, απολύτως αναγκαία, όπως είπε, αν πραγματικά ήθελαν να πετύχουν το καλύτερο αποτέλεσμα. Σίγουρα δεν τον πίστεψαν, αλλά από το φόβο τους μήπως κάτι παρεκκλίνει απ’ την πορεία του την τελευταία στιγμή, έφαγαν τα μπισκότα εν ριπή οφθαλμού και σιδέρωναν τα χαρτιά επί μία ώρα στο δωμάτιο υπηρεσίας. Είναι αλήθεια ότι όσο περνούσε ο καιρός ανησυχούσαν όλο και περισσότερο, αφού η γυναίκα δεν είχε φανερώσει τις προθέσεις της και τους κοιτούσε σχεδόν ξεκαρδισμένη στα γέλια, κάθε φορά που τύχαινε να συναντηθούν σε ένα από τα δωμάτια, κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών. Αυτός με το καπέλο προσπαθούσε να πείσει τους άλλους ότι θα έπρεπε να τη βγάλουν απ’ τη μέση και να φέρουν μια άλλη στη θέση της, αλλά εκείνοι μόλις το άκουσαν, μόνο που δεν χίμηξαν να τον φάνε.
Καθώς περνούσαν οι μέρες, και ενώ όλοι τους πίστευαν ότι πλέον ήταν θέμα χρόνου να θυμηθεί τη θέση της και να προχωρήσουν στην αποκάλυψη του οράματος, η γυναίκα είχε μεταμορφωθεί σε ένα εκνευριστικό πλάσμα και δημιουργούσε δυσαρέσκεια σε όλους τους, τόσο πολύ που εκείνος με τα μακριά μανίκια σκέφτηκε πολύ σοβαρά να της ξεριζώσει τα άντερα και να ξεχάσουν την υπόθεση μια και καλή. Δεν είχε άδικο. Αυτή κυκλοφορούσε χωρίς τον παραμικρό σεβασμό προς τους υπόλοιπους, είχε γδυθεί περιμένοντας την ημέρα της εμφάνισης, αλλά το να τριγυρνάει όλη τη μέρα γυμνή μέσα σε κείνο το σπίτι και να τους ρίχνει ειρωνικά βλέμματα, δεν ήταν κάτι πολύ ευγενικό εκ μέρους της. Το σαλόνι ήταν ευρύχωρο και μπορούσαν άνετα να εμφανιστούν δυο τρεις απ’ αυτές, μία ίσως να στριμωχνόταν λίγο πίσω απ’ το τραπέζι, μα ποιος ενδιαφερόταν για τέτοιες λεπτομέρειες; Το όραμα απείχε μόνο μερικές μέρες και αν όλα πήγαιναν καλά, θα γίνονταν μάρτυρες μιας μοναδικής αποκάλυψης. Κατά το παρελθόν, τέτοια οράματα δεν γίνονταν συχνά, ακόμη (μετά από πεντακόσια και βάλε χρόνια) όλοι συζητούσαν για το προηγούμενο όραμα που φανερώθηκε μπροστά στα μάτια καμιάς εικοσαριάς Αφρικανών, οι οποίοι μόλις αντιλήφθηκαν τα ζώα να αποκτούν σάρκα και οστά και να τους πλησιάζουν, το έβαλαν στα πόδια, προκαλώντας την οργή όσων δεν άργησαν να καταλάβουν το μέγεθος εκείνου του τρομαχτικού λάθους. Τώρα όμως δεν υπήρχε αυτός ο κίνδυνος, οι ίδιοι είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα και ήταν έτοιμοι για το δικό τους όραμα, που ολοένα και πλησίαζε.
Οι νύχτες ήταν δύσκολες, αφού πολύ συχνά το επιτελείο δοκιμαζόταν από διάφορες αδιευκρίνιστες ασθένειες, οι οποίες φανέρωναν την συμπτωματολογία τους αποκλειστικά τις ώρες μετά τα μεσάνυχτα, μεταμορφώνοντας το σπίτι σε ένα κακοσχηματισμένο νοσοκομείο. Οι παρευρισκόμενοι, πάντως, είχαν εστιάσει σε ό,τι περιελάμβανε ο σκοπός της αποστολής, αδιαφορώντας για την ταλαιπωρία εκείνων των δυσάρεστων ωρών. Υπήρξε μια σκέψη (η οποία αμέσως απορρίφθηκε) να καλέσουν έναν πραγματικό γιατρό για να τους φροντίσει, όμως γρήγορα συνειδητοποίησαν πως η παρουσία ενός ακόμη προσώπου θα έβαζε σε κίνδυνο το εγχείρημα. Άλλωστε, η κακή κατάσταση της υγείας τους θεωρήθηκε από μερικούς ένα ακόμη σημάδι του επερχόμενου οράματος, κάτι που σταδιακά άρχισε να γεμίζει χαμόγελα τα δευτερόλεπτα του πόνων τους.
Όταν ωστόσο αυτή η θεωρία αφομοιώθηκε πλήρως, εκείνες τις δύσκολες ώρες, αντί να υποφέρουν στ’ αλήθεια, καταβρόχθιζαν πολλές φραντζόλες ψωμί, τη μία μετά την άλλη. Το δυσάρεστο μέσα σ ‘όλα αυτά είναι ότι τελικά υπήρξε και ένας βίαιος θάνατος, μια δολοφονία που διαπράχθηκε αθόρυβα και μυστικά. Αργότερα, βέβαια, έγινε απολύτως σαφές ποιος ήταν ο δολοφόνος, μιας και μόνο εκείνος βρέθηκε μπουκωμένος με ψίχες και τρίμματα.
Η τέταρτη μέρα ήταν η σωστή. Η γυναίκα πήρε τη θέση της μπροστά από το τραπέζι, το σώμα της βρισκόταν σε καλή κατάσταση, δεν είχαν τίποτα να φοβούνται. Δεν τους κοιτούσε, τηρώντας με ακρίβεια το εθιμοτυπικό μέρος της διαδικασίας και μετά από μία ατέλειωτη ώρα άρχισαν να αχνοφαίνονται τα πρώτα αποτελέσματα. Τίποτα δεν έγινε πολύ εντυπωσιακά, όπως θα φανταζόταν ή θα ήθελε κανείς, σα να επρόκειτο για ένα γεγονός πολύ φυσιολογικό, κάτι που συμβαίνει κάθε μέρα στον καθένα. Στην αρχή, πίσω απ’ τη γυναίκα, λίγα μέτρα αριστερά από την πλάτη της, εμφανίστηκε το ίχνος μιας σκληρής καμπούρας. Λίγο αργότερα διαγράφηκε το ολόγραμμα του ζώου και καθώς οι άλλοι κοιτούσαν αποσβολωμένοι, η καμήλα πήρε σάρκα και οστά και άρχισε να κόβει βόλτες πάνω κάτω στο σαλόνι. Την κοιτούσαν μην μπορώντας να πιστέψουν στα μάτια τους, αλλά γρήγορα πήραν το βλέμμα τους από πάνω της γιατί μια δεύτερη καμήλα ξεπρόβαλλε πίσω απ’ τη γυμνή γυναίκα.
Εκείνη ήταν πιο μεγαλόσωμη και περισσότερο δυνατή. Έτριβαν τα μάτια τους. Η καμήλα ήρθε και στάθηκε μπροστά τους, τους περιεργαζόταν, σα να πάσχιζε να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς γύρευαν στο σαλόνι εκείνοι οι παράξενοι άνθρωποι. Δεν είχε περάσει ούτε μισή ώρα και ο χώρος είχε πλημμυρίσει από καμήλες. Οι περισσότερες, μην μπορώντας να κινηθούν με άνεση, είχαν στρογγυλοκαθίσει στα μαξιλαράκια και έτρωγαν τα έπιπλα. Αφού έφαγαν όλο το σπίτι, καταβρόχθισαν και τους άντρες, οι οποίοι μάταια έτρεξαν να γλιτώσουν. Η γυναίκα κοίταζε τα πάντα με προκλητική αδιαφορία. Οι καμήλες είχαν νυστάξει.
_
Photo: Ivan Milojevic