Το καλοκαίρι είναι απλά η καλύτερη εποχή. Αν ειδικά περάσει και ο δεκαπενταύγουστος, τότε τα νησιά μιλάνε μεταξύ τους και διηγούνται μόνα τους τις ιστορίες, τις ερωτικές ιστορίες. Υπάρχουν βέβαια κι οι ανομολόγητες, αυτές που αν συμβούν σε ένα μέρος, μένουν στο ίδιο μέρος.
Ο Παύλος και η Μύρα έκαναν ήδη διακοπές τις τελευταίες πέντε μέρες. Εκείνο όμως το πρωινό ξύπνησαν με μια διαφορετική διάθεση. Αποφάσισαν να απομονωθούν και να πάνε σε μια παραλία που δεν έχει κόσμο, για την ακρίβεια που δεν έχει καθόλου κόσμο. Αφού φτάσανε, παρκάρανε και κατεβάσανε από το αμάξι όλα τα συμπράγκαλα, ομπρελά, καρεκλάκια, τσάντες και ψυγείο. Ύστερα, περπατήσανε πέντε λεπτά μέχρι να βγουν στην ακτή. Το αγόρι ανέλαβε το στήσιμο της ομπρέλας, ενώ το κορίτσι κοίταζε γύρω για μερικές μεγάλες πέτρες που θα χρησίμευαν για τη ψάθα.
Η παραλία είχε πολύ μεγάλα κύματα και αυτό συνέβαινε σχεδόν πάντα εκεί, μιας και δεν είχε στα πέριξ άλλα νησιά ή χερσονήσους για να κόβει το κύμα, αλλά και τον άνεμο. Αφού τα δύο παιδιά ετοίμασαν τα πάντα, πήγαν προς τη θάλασσα. Τελικά όμως, δεν γινόταν να βουτήξεις, το νερό σε τύλιγε με το που πλησίαζες. Η παραλία ήταν όντως στα όρια του επικίνδυνου, αλλά και του απαγορευτικού. Έβαζες δεν έβαζες αντίσταση, το κύμα σε πήγαινε όπου εκείνο ήθελε. Έτσι γύρισαν πάλι στα πράγματά τους.
Στην ακτή οι μόνοι άνθρωποι ήταν ο Παύλος και η κοπέλα του, αλλά και ένα ζευγάρι γυμνιστών που καθόντουσαν πολύ μακριά από εκείνους. Ο Παύλος με μια αργή κίνηση έβγαλε το μαγιό του και άφησε μια μικρή πετσέτα πάνω στο πέος του. Η Μύρα παραξενεύτηκε μιας και εκείνος ήταν αρκετά συντηρητικός, αλλά και ντροπαλός.
«Μπορείς να κάνεις κι εσύ το ίδιο, είμαστε τόσοι μόνοι εδώ που δεν υπάρχει πρόβλημα».
Εκείνη ξεκούμπωσε το σουτιέν και έμεινε με το στήθος έξω. Μια αίσθηση ανεμελιάς και απόλυτης ελευθερίας έλουζε τώρα τα δύο παιδιά.
«Το επόμενο βήμα είναι να βγάλεις και το από κάτω». Της είπε γελώντας.
«Αφού με έχεις ικανή, γιατί γελάς;»
Τότε εκείνος σοβάρεψε και από την αμηχανία του πήρε μια μπύρα από το ψυγείο.
Πέρασαν ελάχιστα λεπτά και ένα ζευγάρι –λογικά– από τουρίστες ήρθε και έκατσε κοντά τους. Τόσο κοντά που ίσα που τηρούσαν την απόσταση ασφαλείας του υιού. Τα νεαρά παιδιά ήταν στην ηλικία του Παύλου και της Μύρας. Ακόμα, είχαν μια πολύ ευχάριστη αύρα, τόσο πολύ που νόμιζες πως όλη τους η ζωή ήταν καλοκαίρι. Ακόμα, είχαν όμορφα πρόσωπα, γυμνασμένα και μαυρισμένα κορμιά και με έντονο σεξαπίλ. Από τις λέξεις που έφερνε ο αέρας, λογικά ήταν Ισπανοί, ή ισπανόφωνοι. Αφού στήσανε και εκείνοι το δικό τους απάγκιο, βγάλανε και εκείνοι τα μαγιό τους. Ο άντρας το από κάτω και η γυναίκα έμεινε topless, βέβαια, με ένα πολύ πιο μικροσκοπικό μαγιό σε σχέση με της Μύρας. Εκείνοι ήταν πιο θαρραλέοι, βουτήξαν μέχρι μέσα και μάλιστα αγκαλιαζόντουσαν και φιλιόντουσαν. Ίσως να είχαν συνηθίσει από τα νερά του Ατλαντικού. Περπάτησαν χεράκι χεράκι από τη θάλασσα μέχρι την ομπρέλα τους και η στύση του άντρα ήταν έκδηλη.
Αφού κάτσανε λίγο, ο ξένος άντρας πήρε τέσσερις μπύρες από το ψυγείο τους και κατευθύνθηκε προς τον Παύλο. Εκείνος από τη θάλασσα που είχε για θέα, βρέθηκε να κοιτάει ένα πέος σε στύση και κάποιον να του μιλάει σπαστά Αγγλικά. Μόλις σήκωσε το βλέμμα του προς τα πάνω, ο ξένος τους χαμογελούσε, και τους πρόσφερε μπύρες. Ο Παύλος αντανακλαστικά αρνήθηκε, με ευγενικό τρόπο, αλλά η Μύρα είχε αντίθετη άποψη. Με μια γρήγορα κίνηση άρπαξε μία μπύρα χαμογελώντας στο ξένο και ξαναέκατσε στο καρεκλάκι της. Τότε η κοπέλα με το μικρό στρινγκ πλησίασε και έκατσε ανάμεσα στον Παύλο και το αγόρι της. Η όλη αμηχανία έφυγε με το πρώτο “cheers”.
Τα παιδιά άρχισαν να γνωρίζονται μεταξύ τους, αλλά να λένε και προσωπικά ζητήματα. Η κουβέντα γινόταν φυσικά στα Αγγλικά, όντας εκείνοι Ισπανοί της βορειοδυτικής μεριάς, για αυτό ξέρανε από κύματα. Η μπύρα φυσικά έρεε άφθονη και η χημεία των παιδιών, ανακατευόταν με την αλμύρα του νερού και έφτιαχνε μια πολύ καλή μαγιά. Ωστόσο, η Ισπανίδα πολλές φορές άνοιγε τα πόδια της και κοίταγε επίμονα τον Παύλο, όπως και ο Ισπανός χάιδευε πολύ απαλά τη Μύρα γύρω από το λαιμό. Ήταν πλέον ολοφάνερο πως όχι μόνο υπήρχε φλερτ, αλλά και κάτι παραπάνω. Απροκάλυπτα, χωρίς φόβο, αλλά με πάθος. Η κοπέλα έκανε μια κίνηση να φιλήσει τον Παύλο, αλλά προς στιγμή εκείνος τραβήχτηκε βάζοντας το ένα δάχτυλο του μπροστά στα χείλη της και στιγμιαία κοίταξε την κοπέλα του. Εκείνη όταν το είδε αυτό του έκανε νεύμα να ενδώσει και τότε ο ξένος άντρας άδραξε την ευκαιρία και της χάιδεψε τα πόδια, αλλά και ανάμεσα από αυτά.
Μέσα στη βουή των κυμάτων και του αέρα, τα ζευγάρια φιλιόντουσαν ολίγον τι αντίθετα, ο γυμνασμένος Ισπανός με τη μοιραία Μύρα και ο ντροπαλός Παύλος με την όμορφη Ισπανίδα. Πλέον, όχι μόνο δίνανε επανωτά φιλιά, αλλά όλοι χάιδευαν και τα γεννητικά όργανα των άλλων. Τα δύο πέη ήταν ήδη πολύ σκληρά και τα μουνιά καυλωμένα και υγρά. Ο ξένος άρχισε να φιλάει τη Μύρα στο στήθος και σιγά σιγά κατέβαινε όλο και πιο χαμηλά. Το ίδιο έκανε κι ο Παύλος, πλέον όλο του το κεφάλι βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της και στο αιδοίο που τον κοιτούσαν θελκτικά. Πλέον, το μυαλό των τεσσάρων δεν ήταν στην ακτή, ήταν σε ένα μέρος έξω από το γαλαξία, κάπου όπου δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις, αλλά μόνο καυλωμένες σκέψεις.
Τα δύο αγόρια φορέσανε τις απαραίτητες προφυλάξεις και άρχισαν να γαμάνε τα κορίτσια, τόσο παθιασμένα που συναγωνιζόντουσαν την ορμή θάλασσας. Σταθερό και δυνατό sex. Ακόμη κι η παρέα των γυμνιστών βλέποντας το όλο θέαμα είχε ξεκινήσει τα προκαταρκτικά. Τα τέσσερα παιδιά αλλάξανε διάφορες στάσεις, αλλά και παρτενέρ. Ο Παύλος το έκανε με την κοπέλα του, ο Ισπανός με τη δικιά του. Ο Παύλος χάιδευε τον Ισπανό κι η Ισπανίδα έγλυφε το κωλαράκι της Μύρας. Τέσσερα άτομα μοιραζόντουσαν μόνο μία ψάθα. Οι μυρωδιές, τα υγρά, ο ιδρώτας πλέον είχαν νικήσει την αλμύρα της θάλασσας, και το μόνο άρωμα που είχε πλέον η παραλία ήταν όμορφο και ασταμάτητο γαμήσι. Εκεί, χύμα στο κύμα. Τα δύο αγόρια τελείωσαν σχεδόν ταυτόχρονα πάνω στα ηδονικά στήθη των κοριτσιών και εκείνες γλύψανε με δίψα η μία την άλλη.
Τα παιδιά παρέμειναν στη θέση τους, κανείς δεν ήθελε να ξεπλυθεί στη θάλασσα. Αν ήταν δυνατόν θα ήθελαν να παραμείνουν για πάντα οι λεκέδες του έρωτα στα σώματά τους, για να τους θυμίζει εκείνη τη μοναδική μέρα. Εξάλλου, ότι έγινε σε εκείνη την παραλία, θα παραμείνει στην παραλία. Εμένα μου το είπε ένα άλλο νησί…
_
Ο τίτλος είναι παράφραση από το βιβλίο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Όνειρο στο κύμα.
Φωτογραφίες: Callum McLarty