Το ασανσέρ

Ο Μάνος και η Νεφέλη συναντήθηκαν στην είσοδο μιας πολυώροφης πολυκατοικίας μία ώρα πριν αλλάξει ο χρόνος. Ντυμένοι και οι δύο με τα καλά τους θα μπορούσε να ήταν ένα απόλυτα ταιριαστό ζευγάρι. Στην πραγματικότητα όμως, τα δύο παιδιά βλεπόντουσαν για πρώτη φορά και επίσης ο κάθε ένας πήγαινε σε διαφορετικό όροφο και φυσικά σε διαφορετικό σπίτι.

Η πόρτα της εισόδου ήταν μισάνοιχτη, ο Μάνος έγνεψε στην κοπέλα να περάσει πρώτη και εκείνη τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο. Επιβιβάστηκαν και οι δυο στο ασανσέρ και αμήχανα πάτησαν το κουμπί του ορόφου που θέλανε. Η Νεφέλη πάτησε το κουμπί με τον αριθμό 6, και εκείνος με τη σειρά του το 7. Το άρωμα, τα ρούχα, το στυλ, τα μάτια, έκαναν τον Μάνο να πιστέψει πως αυτό εδώ που ζει τώρα είναι ένα μικρό θαύμα, ένα θαύμα των Χριστουγέννων. Χαμήλωσε το βλέμμα του, μετακινήθηκε λίγο για να έχει μια καλύτερη γωνία απέναντί της και.. εκείνη τη στιγμή… σταμάτησε το ασανσέρ. Μεταξύ 2ου και 3ου ορόφου.

Η κοπέλα πάγωσε, σάστισε ταυτόχρονα, μιας και στιγμιαία πέρασαν από μπροστά της τα πάντα· ο ξένος, η αμηχανία, οι φίλοι που την περιμέναν, η οικογένειά της, η πυροσβεστική, η αλλαγή του χρόνου, τα πάντα. Εκείνος παρέμεινε ήρεμος, αλλά έπιασε με το ένα χέρι του το κεφάλι, σαν μια κίνηση απόγνωσης.

«Μάλλον κόλλησε το ασανσέρ» μονολόγησε ο Μάνος.
«Και τώρα τι κάνουμε;» είπε με απορία η κοπέλα.
«Θα ειδοποιήσουμε τους φίλους μας να μας βγάλουν».
«Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια».

Ο Μάνος κοίταξε το κινητό του, αλλά δεν έπιανε σήμα, ύστερα προσπάθησε να μπει στο WiFi του φίλου του, αλλά πάλι δεν είχε πρόσβαση. Το ίδιο έκανε και το κορίτσι, πήρε το κινητό στα χέρια της και διαπίστωσε ακριβώς το ίδιο. Εκείνος έδειχνε άνετος ή έκρυβε πολύ καλά την αμηχανία του. Εκείνη ήταν πολύ αναστατωμένη και τώρα σκεφτόταν πως το make up που με τόσο κόπο έκανε υπήρχε η πιθανότητα να της χαλάσει, μιας και το όλο σκηνικό σίγουρα θα της δημιουργούσε μια ζέστη, μία κάψα.

«Με λένε Μάνο».
«Νεφέλη» είπε σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Η παρέα σου είναι στο 6ο ε;» σιγοψιθυρίζοντας.
«Ναι, με περιμένουν οι φίλες μου, αλλά μου λες τώρα τι κάνουμε;»
«Αρχικά θα κάνουμε λίγη υπομονή, ίσως κάποιος ένοικος χρησιμοποιήσει το ασανσέρ».
«Όλοι πίνουν και τρώνε στα σπίτια τους, σίγουρα θα κάτσουμε εδώ μέχρι αργά».

Η θερμοκρασία που επικρατούσε στο ασανσέρ ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τη θερμοκρασία που είχε η Αθήνα. Έξω έκανε βαρυχειμωνιά και μέσα αφόρητη ζέστη. Η Νεφέλη έβγαλε τη ζακέτα της και την κράτησε στα χέρια. Η κίνηση αυτή έδωσε στον Μάνο το χρόνο να αφήσει το βλέμμα του και να αρχίσει να παρατηρεί καλύτερα την όμορφη κοπέλα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα που στη μέση της είχε μια μαύρη ζώνη από το χρώμα και από το υλικό του φορέματος, στο δεξί της αγκώνα αποκαλύφτηκε ένας ροζ φιόγκος και στα πόδια φορούσε καλσόν. Τα μάτια της ήταν λαμπερά, τα μαλλιά της μαύρα κι ελαφρώς περιποιημένα, για σκουλαρίκια είχε δύο μεγάλους κρίκους και για κραγιόν μία ελάχιστα πιο έντονη απόχρωση από το φιόγκο. Το κορίτσι είχε φυσική ομορφιά, δε χρειαζόταν να κάνει κάτι extreme για να δείχνει όμορφη. Ο Μάνος αποφάσισε να πάρει τον πρώτο λόγο και να κάνει την κοπέλα τουλάχιστον να χαμογελάσει.

«Λοιπόν, το έχω δει στις ταινίες» και έπιασε με το χέρι του τον τρούλο του ασανσέρ μήπως μπορέσει και τον αφαιρέσει και τουλάχιστον πάρουν κάποια πληροφορία ή να βάλουν μια δυνατή φωνή ή τουλάχιστον να έρθει από κάπου λίγος αέρας. Εκείνη γέλασε και τότε πήρε και εκείνη το χρόνο της για να παρατηρήσει το ξένο αγόρι που έστεκε μπροστά της. Καλοντυμένος, προσεγμένος, καθαρά παπούτσια, χωρίς να φοράει ρολόι όμως. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα, σχεδόν στρατιωτικά κομμένα, μούσι περιποιημένο δέκα ημερών και κάτασπρα δόντια.

«Πέρασαν δέκα λεπτά χωρίς κάποιο σημάδι ζωής» είπε η Νεφέλη.
«Θα μπορούσαν να είναι χειροτέρα τα πράγματα».
«Στα αλήθεια, πώς;»
«Θα μπορούσε να είσαι μόνη εδώ..»
«Δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι».
«Οπότε, μπορούμε να γνωριστούμε μέχρι κάποιος να καταλάβει πως έχουμε κλειστεί εδώ».
«Μου κάνει εντύπωση πόσο χαλαρός είσαι».

Τα δύο παιδιά μίλαγαν και άλλαζαν θέση στο ασανσέρ λες και είχαν κάποιο ρόλο. Αυτή η κίνηση, αλλά και φυσικά η συζήτηση τους έφερε πιο κοντά. Έτσι η Νεφέλη ρώτησε:
«Τι έχεις στη σακούλα σου για δώρο;»
«Εγώ τους πήρα ένα μπουκάλι καλό ρούμι, εσύ;».
«Εγώ πήρα τέσσερα κρυστάλλινα ποτήρια».

Όταν γνωρίζεις έναν άνθρωπο και συμβαίνουν αρκετές συμπτώσεις, όπως είναι να έρθετε ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο, να κλειστείτε στο ασανσέρ, να υπάρχει ένα παιχνίδι με τα βλέμματα, να έχετε πάρει πανομοιότυπα δώρα, τότε νιώθεις πως τίποτα δεν είναι τυχαίο, επίσης νιώθεις πως πρέπει να γνωρίσεις αυτόν τον άνθρωπο γιατί έτσι επίλεξε η μοίρα, η ζωή, ο Θεός, η τύχη, ο Άγιος Βασίλης ή όποιος άλλος τέλος πάντων… Οπότε, το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να είσαι ο εαυτός σου και να αφήνεσαι.

Τα δύο παιδιά συμφώνησαν ότι πρέπει να ανοίξουν τα δώρα και να αρχίσουν να τα χρησιμοποιούν προς όφελός τους, έτσι κι αλλιώς σίγουρα οι φίλοι τους θα τους δικαιολογούσανε στο άκουσμα αυτής της παράδοξης ιστορίας. Κάπως έτσι άρχισαν να πίνουν ρούμι από τα ακριβά ποτήρια. Ύστερα, το αγόρι έβαλε μουσική που είχε αποθηκεύσει στο κινητό του. Το σκηνικό έμοιαζε με σκηνή από ταινία, που σίγουρα θα ήταν και στο τρέιλερ. Δυο παιδιά να διασκεδάζουν μέσα σε σταματημένο ασανσέρ λίγο πριν εκπνεύσει το έτος.

Σε δεκαπέντε λεπτά θα μας αποχαιρέταγε ο παλιός ο χρόνος και θα υποδεχόμασταν μια νέα χρονιά, μια νέα ελπίδα. Κάπου εκεί ο Μάνος άρχισε να σκέφτεται πως αυτή η στιγμή είναι ιδανική για να κάνει την πρώτη κίνηση και να προσπαθήσει να φιλήσει την κοπέλα. Περίπου το ίδιο σκεφτόταν και η Νεφέλη, είχε “μεθύσει” με το άρωμά του, από το ρούμι, αλλά γενικά της άρεσε ο τρόπος που διαχειρίστηκε την όλη κατάσταση μεταξύ τους και θα ήθελε πολύ να του δοθεί. Η ώρα πέρναγε και η αμηχανία των δύο μεγάλωνε. Ύστερα, εκείνος σκεφτόταν πως μπορεί να αποτύχει και να χαλάσει όλη τη μαγεία· εκείνη με τη σειρά της σκεφτόταν πως ίσως να μην του έχει δείξει αρκετά δείγματα έτσι ώστε να κάνει την πολυπόθητη κίνηση.

Μιας και είχαν πιει ήδη σχεδόν το μισό ρούμι η φαντασία των δύο παιδιών είχε ξεφύγει από το μυαλό τους και πια οργίαζε. Εκείνος σκεφτόταν πως θα ήταν πολύ γαμάτο να του παίρνει πίπα στο ασανσέρ, επίσης κανένας από την παρέα του δεν είχε ανάλογο περιστατικό. Εκείνη φανταζόταν να τη γαμάει σε μία όρθια στάση και να βλέπει τις αντιδράσεις του από τον καθρέφτη του ανελκυστήρα. Εκείνος αφού θα τελείωνε στο πρόσωπό της θα της αποκάλυπτε πως αυτός πάτησε το κουμπί για να σταματήσει το ασανσέρ την ώρα που κουνήθηκε προς τα απέναντι, μιας και ήθελε να τη γνωρίσει. Εκείνη ονειρευότανε να γλύψει από πάνω μέχρι κάτω τον πούτσο του αγοριού, μέχρι να φτάσει στο σημείο να της πει πως είναι η καλύτερη, επίσης να του αποδείξει πως οι γυναίκες είναι πιο έξυπνες από τους άνδρες μιας και είχε καταλάβει από την αρχή πως τη διακοπή την έκανε εκείνος, αφού δεν γίνεται χαλασμένο ασανσέρ με ανοιχτό φως…

Ο Μάνος μετακινήθηκε πίσω από τα κουμπιά, πάτησε με την πλάτη του το πλήκτρο και κάπως έτσι επαναλειτούργησε το ασανσέρ. Τα δύο παιδιά βγήκανε από τον κλειστό χώρο πέντε λεπτά πριν αλλάξει ο χρόνος. Κατεβήκανε στον 6ο, φιληθήκανε σταυρωτά και αποχαιρετιστήκανε. Ο Μάνος με βαριά διάθεση και βαριά βήματα ανέβηκε μέχρι τον επάνω όροφο. Η στιγμή, το ασανσέρ, η μουσική, τα γέλια, τα χαμόγελα, η Πρωτοχρονιά, τα ακριβά ποτήρια, το αλκοόλ δεν κατάφεραν να κάνουν πράξη τα όνειρα των παιδιών. Οι σκέψεις τους χάθηκαν στην ανυπαρξία.

Ο Μάνος αρκετά στεναχωρημένος και θυμωμένος με τον εαυτό του, αποφάσισε να κάνει ένα τσιγάρο πριν πάει στο σπίτι των φίλων του. Κοίταξε αριστερά δεξιά μήπως κάποιος τον καρφώσει στο 1142 και αφού δεν είδε κανέναν το άναψε. Άρχισε να σκέφτεται το συμβάν με το ασανσέρ, επίσης διαπίστωσε πως ο πούτσος του ήταν υγρός, η κοπέλα χωρίς να του κάνει κάτι τον είχε καυλώσει. Άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιά ασυνείδητα, με το τσιγάρο στο χέρι, κάπως αγχωμένος, σίγουρα μεθυσμένος, αλλά με το χαμόγελο στα χείλη.

Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει για την αλλαγή του χρόνου, «δέκα εννιά οχτώ επτά…» χτύπησε με τρεμάμενο χέρι το κουδούνι του 6ου και εκείνη την ώρα ήταν σαν να ξεκίναγε η ζωή του από την αρχή, σαν να είχε μηδενίσει τα πάντα από τη μνήμη του και πως στη ξύλινη πόρτα κρυβόταν η ευτυχία του ή η αποτυχία του. Του άνοιξε η Νεφέλη. «Τρία δύο …» ήταν το πρώτο φιλί που δόθηκε το 2020!

_

Μοντέλο: Gabrielle Davis
Φωτογράφος: Michael Forman