Τα δύο σκιουράκια

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δύο σκιουράκια σε ένα δέντρο. Εκείνη τη μέρα είχανε επέτειο και το ένα, το μεγάλο, είχε πει στο άλλο, το μικρό, πως θέλει να μαγειρέψει κάτι νόστιμο και να το γιορτάσουν. Γρήγορα συνειδητοποίησε πως δεν είχανε μπει τα χρήματα στο λογαριασμό του και έτσι δεν είχε απολύτως τίποτα, ούτε ένα κούφιο κάστανο.

Κατέβηκε από το δέντρο και άρχισε να αναζητά τροφή κοντά στο ποτάμι. Εκείνη την μέρα είχαν έρθει εκδρομή οι άνθρωποι και είχαν παρκάρει τα μεγάλα τζιπ τους σε μέρη που απαγορεύεται. Ακριβώς κάτω από τις παχιές ρόδες κρυβόντουσαν καλύτεροι καρποί, αλλά τώρα ήταν πατημένοι και διαλυμένοι.

Το μεγάλο σκιουράκι άρχισε να περπατάει με τα χέρια στη μέση, ήθελε να σκεφτεί τι μπορεί να κάνει. Το μόνο σίγουρο ήταν πως δε γινόταν να γυρίσει στο σπίτι με άδεια χέρια. Άρχισε να μυρίζει φαγητό, η μυρωδιά ερχόταν από τα αμάξια, μιας και θα κάνανε πικ νικ σε λίγο. Όντως, αντίκρυσε ένα μεγάλο καλάθι με λιχουδιές μέσα. Σε καμία περίπτωση όμως δε θα έκλεβε το φαγητό, ήθελε για αρχή να τους εκδικηθεί, γιατί αν δεν ήταν αυτοί, τώρα οι καρποί από το δάσος θα ήταν ήδη μέσα στο φούρνο του.

Το καλάθι ήταν τεράστιο και δεν μπορούσε να το κουβαλήσει μόνο του. Φώναξε τον κάστορα, ο κάστορας τον ασβό, ο ασβός την αλεπού και η αλεπού το ελάφι. Κάπως έτσι σχημάτισαν μια αλυσίδα και πέταξαν όλο το φαγητό των ανθρώπων στο ποτάμι! Όλα τα ζώα νιώσανε υπέροχα, αλλά το μεγάλο σκιουράκι ακόμα δεν είχε βρει φαγητό.

Ήταν πολύ σκληρό να γυρίσει με άδεια χέρια, ειδικά εκείνη τη μέρα. Όμως είχε ήδη αργήσει και πολύ πιθανόν το μικρό σκιουράκι να είχε γυρίσει από τη δουλειά. Στο δρόμο της επιστροφής, ο κάστορας, ο ασβός, η αλεπού και το ελάφι παρηγορούσουν το φίλο τους και του έλεγαν πως θα βρεθεί μια λύση.

Φτάνοντας έξω από το σπίτι το φως ήταν αναμμένο. Το μικρό σκιουράκι είχε γυρίσει. Από τη μυρωδιά θα καταλάβαινε πως δεν υπάρχει τίποτα, καθώς και από το άνοιγμα του φούρνου θα αντίκρυζε πως πάλι δεν υπάρχει τίποτα. Το μεγάλο σκιουράκι ανέβηκε με μισή καρδιά τη σκάλα και μετά της είπε πως είχαν τα πράγματα. Μάλιστα της έδειξε ακόμα και τις τσέπες του που ήταν άδειες. Ή μάλλον γεμάτες! Οι φίλοι του είχαν βρει τροφή κρυφά και του είχαν γεμίσει τις τσέπες του. Το μικρό σκιουράκι αγκάλιασε το μεγάλο και εκείνο έβλεπε τα άλλα ζώα που το χαιρετούσαν και του χαμογελούσαν.