Το καλόκαρδο σκιουράκι

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό σκιουράκι που ήθελε να βρει δουλειά. Το σκιουράκι ήταν ευγενικό, καλοσυνάτο και φιλόδοξο, όμως δεν είχε σπουδάσει κάτι, ούτε είχε κάποια άλλη προϋπηρεσία. Οπότε, η αρχή θα ήταν πολύ δύσκολη για εκείνο.

Μετά από πολύ προσπάθεια και επανωτά τηλεφωνήματα, κατάφερε να κλείσει την πρώτη του συνέντευξη. Χάρηκε πολύ με το κατόρθωμά του αυτό, αλλά τα πράγματα δεν ήταν όπως τα περίμενε. Εκεί άρχισαν να τον βομβαρδίζουν συνέχεια με ερωτήσεις, ήταν τόσες πολλές που είχε ζαλιστεί. Ύστερα, του είπαν αφού δεν έχει σπουδάσει τίποτα και δεν έχει εργαστεί κάπου, είναι αδύνατον να τον πάρουν οπουδήποτε!

Το σκιουράκι όμως δεν το έβαλε κάτω, πεισματάρικο όπως ήταν έγραψε στο βιογραφικό του ψεύτικες εμπειρίες και παρουσιάστηκε σαν ένας καλός εργαζόμενος που έχει φάει τις δουλειές με το κουτάλι. Όμως, δεν ήξερε τι να απαντήσει στα περισσότερα ζητήματα και έτσι το πετάξανε από το παράθυρο, μαζί με το χαρτοφύλακα που είχε αγοράσει με τις τελευταίες του οικονομίες για να του προσδώσει κύρος.

Την επόμενη μέρα ξύπνησε πολύ πρωί και πήγε στη λίμνη. Είχε ακούσει πως η λίμνη είναι σοφή και έξυπνη, γιατί πηγαίνουν πολλοί άνθρωποι εκεί όταν νιώθουν μοναξιά και μετά από λίγη ώρα γίνονται καλύτερα. Αφού εξήγησε στη λίμνη το πρόβλημά του, περίμενε από εκείνη κάποια ανταπόκριση. Κάποια απόκριση τέλος πάντων, αλλά εκείνη δεν άλλαξε τα νερά της. Ούτε ένα ελαφρό κυματάκι.

Ο λόγος που ήθελε να δουλέψει το μικρό σκιουράκι, ήταν για να έχει μερικά χρήματα και να πηγαίνει στο Skimarkt και να ψωνίζει δίχως να κοιτάζει συνεχώς τις προσφορές. Ένας άλλος λόγος ήταν, πως ήθελε ένα πιο άνετο σπίτι, όχι φυσικά τεράστιους κορμούς στις ακριβές περιοχές του δάσους, αλλά ένα που να το έχει διακοσμήσει εκείνο όπως ήθελε και να τον ηρεμεί καθώς θα βλέπει για θέα τα δέντρα να μεγαλώνουν. Κι αν έβγαζε και λίγα παραπάνω, να βοηθάει αυτούς που έχουν ανάγκη.

Το σκιουράκι όμως είχε φτάσει σε ένα σημείο να μην μπορεί να δει ούτε τις προσφορές από το Skimarkt, γιατί του τελείωναν τα χρήματα. Στην καθιερωμένη βόλτα που έκανε στη λίμνη ένιωσε πως εκείνη θέλει κάτι να του πει. Όντως, η λίμνη άλλαξε λίγο τα νερά της και του είπε: «κρύβεις αγάπη μέσα σου, και παρόλο την απογοήτευση σου, δεν πέταξες ούτε μια πέτρα στα νερά μου, θα σου πω μόνο αυτό. Η καρδιά είναι το καλύτερο βιογραφικό». Το σκιουράκι απόρησε λίγο, αλλά συνέχισε να περπατάει.

Αφού σκέφτηκε λίγο καλύτερα, έγραψε στο βιογραφικό του όλα τα καλά λόγια που είχαν πει για εκείνον. «Μπορείς να καταφέρεις τα πάντα», «είσαι ξεχωριστός», «δίπλα σου είναι καλά», «σε ευχαριστώ για τη βοήθειά σου», και άλλα. Τουλάχιστον τώρα δεν είχε μια λευκή κόλλα για βιογραφικό σημείωμα. Ξανά χάρηκε μετά από καιρό.

Την επόμενη μέρα ξεχείλιζε από περηφάνια. Πήγε πρώτα στη λίμνη να της πει ευχαριστώ και μετά κατευθύνθηκε στην τρίτη προσπάθεια για συνέντευξη. Όταν ο εργοδότης είδε το βιογραφικό του, του είπε: «ωραία όλα αυτά, αλλά αυτοί οι άνθρωποι που σου είπαν αυτά τα καλά πράγματα ποιοι είναι;» Εκείνο απάντησε: «είναι φίλοι μου, συγγενείς μου, ακόμα και περαστικοί που βοήθησα. Είναι σημαντικοί για εμένα». «Για εσένα είναι σημαντικοί, για εμάς είναι ασήμαντοι». Άλλη μία πόρτα έκλεισε στο μουτράκι από το σκιουράκι.

«Η καρδιά είναι το καλύτερο βιογραφικό», μόνο αυτό στροβίλιζε στο μυαλό του. Αφού χάιδεψε λίγο τα νερά της λίμνης και έπλυνε το πρόσωπό του για να ξυπνήσει, μιας και ήταν πολύ πρωί, σκέφτηκε μια υπέροχη ιδέα! Ξαφνικά άρχισε να τρέχει προς το δάσος και κάθε φορά που έβλεπε ένα βελανίδι το μάζευε και το κουβάλαγε στην πλάτη του. Έτρεχε και μάζευε, έτρεχε χάζευε και μάζευε. Εν τέλει έφτασε στο σημείο που ήθελε. Ήταν ένα σημείο στο δάσος που ξεχείλιζε από ομορφιά και πέρναγαν σχεδόν όλα τα ζώα. Αποφάσισε να ανοίξει ένα μικρό κιόσκι και να δίνει καφέ με άρωμα βελανίδι σε όποιον ήθελε. Για αρχή τελείως δωρεάν, μιας και δεν είχε ενάρξεις και καταστατικά, ούτε ήξερε τι θα πει εφορία.

Ένα μήνα μετά το μικρό κιόΣΚΙ ήταν ένας λόγος συνάντησης των ζώων, ήταν μια ζεστή φωλιά που μπορούσες να πιεις το αγαπημένο σου ρόφημα και γενικά ένα μέρος που μπορούσες να συζητήσεις και να διασκεδάσεις. Ο πρωταγωνιστής μας, το σκιουράκι, είχε βάλει ένα μικρό αντίτιμο στις υπηρεσίες κι έτσι μπορούσε αρχικά να βγάλει τα έξοδά του. Πλέον το χαμόγελο του έφτανε μέχρι το τέλος του πιο κάτω δάσους.

Μετά από λίγο καιρό, και αφού πήγαινε πολύ καλά το πρώτο μαγαζί, άνοιξε και δεύτερο κοντά στη λίμνη. Φυσικά και εκείνο είχε την ίδια ανταπόκριση και ακόμη μεγαλύτερη. Ακόμα, το σκιουράκι έδινε απλόχερα και δωρεάν καφέ σε όσους είχαν ανάγκη, αλλά και στους εργοδότες που του είχαν πάρει συνέντευξη. Γιατί όπως έλεγε, εκείνοι το έχουν περισσότερο ανάγκη… «η καρδιά τους, δεν θα μπει ποτέ στο βιογραφικό τους».