Τα «Αόρατα Κορίτσια» της Μανίνας Ζουμπουλάκη

Μανίνα Ζουμπουλάκη: Κάποιος με ρώτησε πως μου ήρθε να γράψω μυθιστόρημα που ξεκινάει από το ΄22, και τι μας νοιάζουν τώρα οι Πόντιοι, λες και δεν τα ξέρουμε αυτά, καταστροφές, πτώματα, αίματα κλπ κλπ…. και πραγματικά δεν ξέρω πως μου ήρθε. Δεν υπήρξε μια στιγμή στον χρόνο που είπα «θα γράψω μια ιστορία που ξεκινάει στα Τάγματα Εργασίας και φτάνει μέχρι το αύριο!» Δεν υπήρξε συγκεκριμένη στιγμή «έμπνευσης», καν.

Γράφω συνήθως με μια σκηνή στο μυαλό μου, και η σκηνή προκύπτει λίγο πριν με πάρει ο ύπνος ή μόλις έχω ξυπνήσει. Είναι αρκετά ζωντανή μέχρι να καθίσω στο γραφείο, μέχρι να αρχίσω να γράφω: χρώματα, πρόσωπα, αρώματα, φωνές, όλα αστράφτουν κατά κάποιο τρόπο μπροστά μου, και τα καταγράφω. Αυτό κρατάει κάμποσες μέρες/νύχτες, μέχρι που μια μέρα ξεχωρίζω μια ηρωίδα – κι από κει και μετά, αρχίζω να την χτίζω. Όσο «την» γράφω, όσο δηλαδή γράφω την ιστορία της, την έχω όλο και πιο ξεκάθαρα μέσα στο μυαλό μου, είναι σαν να αναπνέει στο σβέρκο μου, περιμένω πως και πώς να φτάσει η ώρα να στηθώ στο κομπιούτερ και ούτε φέησμπουκ με ενδιαφέρουν ούτε μέηλ ούτε τίποτε, μόνον η ηρωίδα μου. Ιστορίες που ακούω, διαβάζω και φαντάζομαι μπλέκονται μέσα στην δική της ιστορία. Που δεν είναι ακριβώς φανταστική ούτε και ακριβώς ρεαλιστική αλλά πάντα πατάει στην πραγματικότητα – ζηλεύω τους συγγραφείς με μεταφυσική φαντασία, που φτιάχνουν Τολκιν-ικούς κόσμους με νεράιδες, ξωτικά και ιπτάμενους μάγους αλλά δυστυχώς δεν μου έχει έρθει ποτέ κάποια σχετική ιδέα.

Γράφοντας εξελίσσεται η ιστορία μου και η ηρωίδα μαζί. Γυρνάω και ξαναδιαβάζω τι έγραψα κάθε πέντε-έξη μέρες, βρίσκω τα κενά, αρπάζω τις αδυναμίες από τα μαλλιά, κόβω πρόσωπα ή προσθέτω ανατροπές… και σιγά σιγά, εκεί γύρω στις εκατό σελίδες, αισθάνομαι ότι βγαίνει στην επιφάνεια, σαν παγόβουνο, ένα βιβλίο. Που θέλει πολλή δουλειά ακόμα μέχρι να λιώσει. Καλά, η παρομοίωση είναι μάπα – εννοώ ότι το βιβλίο στα αρχικά στάδια γραφής είναι σαν παγόβουνο, βλέπω μόνον ένα μικρό κομματάκι του και απλώς υποψιάζομαι την συνέχεια.

Γιατί ξεκίνησα αυτήν την ιστορία, δεν έχω ιδέα. Η Σμαρώ, η πρώτη ηρωίδα, είναι ανάμεσα στις γιαγιάδες μου, σε φίλες ηθοποιούς, και σε μένα. Η Ζωή η δεύτερη ηρωίδα είναι σε μικρότερο βαθμό (ή λιγότερο) κοντά σε μένα, ίσως όπως ήμουν στα 20-25, κι ας είναι μεγαλύτερη. Την μεταμφίεση την σκέφτηκα από την αρχή – πως θα ήταν άραγε να είσαι γυναίκα σε αυτές τις εποχές ή σε περίεργες εποχές, και να θέλεις να κάνεις «αντρικά» πράγματα… όπως και σήμερα, που αν θέλεις να κάνεις «αντρικά» πράγματα, μεταμφιέζεσαι, μεταφορικά, σε άντρα…

Ήθελα να γράψω ένα ρομαντικό μυθιστόρημα με ισχυρές ηρωίδες – κι αυτό, όχι από την αρχή. Αλλά όταν έφτασα στη μέση περίπου, ήξερα ακριβώς τι ήθελα… για το αν το κατάφερα ή όχι, θα αποφασίσουν οι αναγνώστριες κι οι αναγνώστες…

_

Φωτογραφία: protothema