Το καβαλέτο

Το καλοκαίρι δεν είναι ούτε ηλιοβασιλέματα που μετράνε like στο Instagram, ούτε rare μπριζόλες ψημένες στο αμάξι από τις υπερβολικές θερμοκρασίες, ούτε cocktails πάνω στα κατσάβραχα. Καλοκαίρι είναι να κάνεις sex στην παραλία με τον άνθρωπο που αγαπάς. Αυτό. Όλα τα άλλα είναι μια σκέτη ματαιοδοξία.

 

Το κορίτσι είχε εξοχικό δίπλα στη θάλασσα, ήταν αθεράπευτα όμορφη χωρίς να είναι αντικειμενικά όμορφη, οι φακίδες στο πρόσωπό της δίνανε μια εξωτική ομορφιά και οι περισσότεροι την περνάγανε για ξένη. Τα αγόρια της την πέφτανε σπάνια και αν της την πέφτανε μυρίζανε αλκοόλ από χιλιόμετρα, ανέβαζε σπάνια φωτογραφίες στα social, αλλά πιο σπάνια τον εαυτό της. Έπαιρνε άδεια πάντα αρχές Ιουλίου γιατί δεν ήθελε να βλέπει πολύ κόσμο, και το κυριότερο, της Ευδοξίας της άρεσε να ζωγραφίζει. Ζωγράφιζε όταν ήταν αγχωμένη και όταν ήταν χαρούμενη. Αυτήν την περίοδο ένιωθε να τα έχει βρει με τον εαυτό της.

 

Κάθε μέρα ξύπναγε νωρίς και κατέβαινε στην παραλία. Στους ώμους και στα χέρια της κουβαλούσε καβαλέτα και πινέλα. Ένιωθε σαν μάνα που κουβαλάει τα συμπράγκαλα του παιδιού της, αλλά εκείνη δεν είχε παιδί, ούτε καν αγόρι. Αυτή η σκέψη της θύμισε τους τέσσερεις γάμους και τις δύο βαφτίσεις που ήταν καλεσμένη αυτό το καλοκαίρι. Φέτος όμως αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα· ανέβασε μια φωτογραφία στο Instagram μέσα από ένα νοσοκομείο και σκηνοθέτησε πως είχε μια βαριά αρρώστια, έτσι ώστε να είχε μια πολύ καλή δικαιολογία για να μην παραστεί σε καμία εκδήλωση. Έτσι κι έγινε, μόλις ανέβασε τη φωτογραφία έκλεισε και το κινητό της για να είναι διπλά κατοχυρωμένη, το κλείδωσε στο συρτάρι και έφυγε για διακοπές.

 

Τα κύματα ορίζανε τις γραμμές και ο αέρας τα χρώματα στη ζωγραφική της. Στην εξοχή όλα γίνονται ιδανικά, χάνονται οι ατέλειες της πόλης, μένει μόνο η ουσία. Πολλές φορές όμως η μοναξιά μπορεί να είναι πιο έντονη εδώ, όπως ένας πίνακας χωρίς κάποιο ανθρώπινο στοιχείο. Ξαφνικά, μέσα από την αφρισμένη θάλασσα διέκρινε ένα αγόρι να κολυμπάει με αργό, αλλά σταθερό ρυθμό. Μόλις εκείνος έφτασε στην αμμουδιά η Ευδοξία έκανε τάχα πως έψαχνε κάτι κατά μήκος της ακτής. Πέρασε αρκετή ώρα που είχε βγει το αγόρι έξω από το νερό, αλλά δεν είχαν μιλήσει ακόμα, μόνο κοιταζόντουσαν με κλεφτές ματιές. Μετά από ώρα και αφού ο ένας πλησίαζε τον άλλον με δειλά δειλά βήματα, τα βλέμματά τους συναντήθηκαν.

 

 

«Γεια», είπε το αγόρι.

«Γεια», απάντησε η Ευδοξία και το μυαλό της άρχισε να κάνει σκέψεις, μερικές φορές μια ματιά φτάνει και περισσεύει για να γεννήσει στο μυαλό χιλιάδες ταξίδια.

«Τελικά, η θάλασσα εδώ είναι λίγο επικίνδυνη, έρχομαι από την κάτω παραλία, αλλά δεν περίμενα να δυσκολευτώ».

«Μάλλον χρειάζεται να πας με τα νερά της…», έκανε κάπως χαζά μη ξέροντας τι να πει.

«Με λένε Χάρη, εσένα;» ρώτησε το αγόρι κοιτάζοντάς την στα μάτια.

«Ευδοξία, χάρηκα».

«Σε παρατηρώ ώρα Ευδοξία, τελικά, βρήκες αυτό πού έψαχνες;»

«Ναι, μάλλον…», ψέλλισε με υπαινιγμό… κοιτάζοντας ξανά τις μικρές βρεγμένες μπούκλες του Χάρη που έμοιαζαν με κύματα που ήθελε να χαϊδέψει. Ύστερα, “χάθηκε” στις μεγάλες του πλάτες, προ στιγμήν σκέφτηκε πώς άραγε είναι να σε αγκαλιάζει κάποιος και να κρύβεσαι εκεί μέσα.

«Εμείς τα αγόρια δεν κουβαλάμε ποτέ αντηλιακό πάνω μας, έχεις μήπως να μου δανείσεις;»

«Ναι, ναι φυσικά».

Σκέφτηκε να του προτείνει να του βάλει, αλλά ήθελε να μοιάζει πως είναι δύσκολη, έτσι αποφάσισε να του το πετάξει και κάπως έτσι να θέσει τα δικά της όρια. Εκείνος αιφνιδιάστηκε, αλλά το ξεπέρασε γρήγορα, καθώς έβαζε την κρέμα στην πλάτη του, έριχνε κλεφτές ματιές στα πινέλα και στις μπογιές της. Σε αυτό το διάστημα της αναμονής η Ευδοξία ρώτησε:

«Έρχεσαι πρώτη φορά εδώ να φανταστώ;»

«Αρχικά, επειδή βλέπω πως ζωγραφίζεις αν σε ενοχλώ μπορώ να φύγω», έκανε εκείνος ευγενικά.

«Όχι, κάνω ένα διάλλειμα τώρα, τελικά;» έκανε θέλοντας να συνεχιστεί η κουβέντα.

«Ναι, έρχομαι πρώτη φορά και πρώτη φορά κάνω διακοπές μόνος μου», έκανε το αγόρι.

«Και πώς είναι;» έκανε η Ευδοξία που είχε φάει τέτοιες διακοπές με το κουτάλι, γιατί σχεδόν κάθε χρόνο ταξίδευε μόνη της.

«Λοιπόν Ευδοξία, μέχρι πριν να συναντηθούμε ήταν κάπως βαρετά… το νησί δεν έχει πολύ κόσμο, τα μέρη για νυχτερινή ζωή είναι λίγα και επίσης όλοι έχουν τις παρέες τους, αλλά μου αρέσει πολύ η θάλασσα εδώ, αν και ακόμα τη μαθαίνω, εσύ πώς από εδώ; Έχεις κάποιο σπίτι;».

«Έρχομαι κάθε καλοκαίρι, κυρίως μόνη μου, με βοηθάει να αποφορτιστώ και να εμπνευστώ. Ναι, το σπίτι μου είναι εκεί πάνω» και με απλωμένο το χέρι έδειξε χωρίς όμως να πάρει το βλέμμα της από πάνω του.

 

Τα δυο παιδιά μιλάγανε και γελάγανε για αρκετή ώρα, άλλοτε υπήρχαν κάποιες στιγμές σιωπής, αλλά όχι αμηχανίας. Αλληλοσυμπληρωνόντουσαν, χωρίς κάποιος να παραβγαίνει στην κουβέντα. Η Ευδοξία δεν περίμενε ποτέ να συναντήσει εδώ, στην απομονωμένη παραλία κάτω από το σπίτι της, κάποιον που να μπορεί να μιλάει με τόση ευχαρίστηση και παράλληλα να έχει τόση ωραία αύρα. Μετά από λίγη ώρα ο Χάρης συνειδητοποίησε πως τα πράγματά του βρίσκονται στην άλλη παραλία. Σηκώθηκε λίγο ταραγμένος και κάπως μηχανικά είπε στην Ευδοξία:

«Επειδή έχω έρθει κολυμπώντας ως εδώ και δεν έχω το κινητό μου, θες να γράψεις το δικό μου και…»

Πριν προλάβει να ολοκληρώσει, η Ευδοξία είπε: «Δεν έχω κινητό, οπότε δεν μπορώ να σε καλέσω κάπως…»

Εκείνος το πήρε ως ευγενικό άκυρο, αν και η Ευδοξία δεν ήθελε να του δώσει καθόλου την εντύπωση αυτή.

«Εντάξει, ίσως συναντηθούμε σε κάποιο μαγαζί…» και όπως ακριβώς ήρθε στη ζωή της, έτσι κι έφυγε.

 

Ύστερα, η Ευδοξία τα έβαλε με τον εαυτό της. «Γιατί απλά δεν κράτησα το κινητό του και δεν του πρότεινα μια εναλλακτική λύση; Γιατί είμαι τόσο αυτοκαταστροφική; Έχω τόσο καιρό να κάνω κάτι με κάποιον που έχω ξεχάσει να φλερτάρω… Όλα πάνε χάλια…». Για τις επόμενες τρεις μέρες, ήταν τόσο στεναχωρημένη, που δεν ήθελε να ζωγραφίσει τίποτα. Ήθελε να περάσουν οι διακοπές και να γυρίσει στη ρουτίνα της. Βέβαια, αν αναρωτιέστε, αν πήγε τα βράδια στα μαγαζιά του νησιού, ναι, φυσικά και πήγε, αλλά αυτό έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Δεν τον είδε πουθενά, κατά συνέπεια η μοναξιά της μεγάλωσε, όπως και οι σκέψεις της πως αυτός είχε βρει καμιά μεθυσμένη και εύκολη τουρίστρια και σαχλαμάριζαν στο δωμάτιό του.

 

 

Την επόμενη μέρα ήταν η σειρά του Χάρη να δράσει. Εκείνος είχε ως πυξίδα τα βλεφαρίσματά της, το γέλιο της, το ότι ήταν μόνη της εδώ, αλλά δεν μπορούσε να διανοηθεί πως κάποιος δεν έχει κινητό ειδικά το καλοκαίρι, οπότε ήταν σε μια άβολη κατάσταση για το αν έπρεπε να την “κυνηγήσει” ή όχι. Για ένα όμως ήταν σίγουρο, θα κινούσε γη και ουρανό έστω για να την ξαναδεί. Σηκώθηκε νωρίς, πήρε καφέ και πρωινό –για εκείνη– και πήγε έξω από το σπίτι της, εξάλλου, του το είχε δείξει την ώρα που βρισκόντουσαν στην παραλία. Εκεί που έμενε η Ευδοξία ήταν ένα συγκρότημα με πέντε σπίτια, τα τριγύρω φαινόντουσαν να μην είναι κατοικήσιμα γιατί δεν υπήρχαν παρκαρισμένα αμάξια και όλα τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Εκείνος πήγε αρκετά νωρίς γιατί ήθελε να προλάβει ενδεχόμενη μετάβασή της για μπάνιο, για αυτό το λόγο αποφάσισε να περάσει τον φράχτη και να εξερευνήσει λίγο προς τα μέσα. Σιγουρεύτηκε πάντως ότι έμενε εκεί, γιατί διέκρινε το απλωμένο μικρό πράσινο μαγιό της.

 

Κρατώντας κρουασανάκια, τοστ και καφέδες στα χέρια μπήκε στην αυλή της Ευδοξίας, και λίγο πιο μετά ήταν έξω ακριβώς από το μπαλκόνι της. Πλησίασε ακόμη λίγο μέχρι που αντίκρυσε την κρεβατοκάμαρά της, έχοντας για προφύλαξη μόνο μια σίτα. Εκείνη τη στιγμή από το θέαμα που είδε παραλίγο να του πέσουν όλα τα φαγώσιμα· τα μάτια του έπεσαν σίγουρα… Η Ευδοξία ήταν τελείως γυμνή. Ούτε ένα μπιτζαμάκι, ούτε ένα βρακάκι, το κωλαράκι της έλαμπε ως ένας άλλος ήλιος. Ένα όνειρο απλώθηκε μπροστά του. Σκέφτηκε να τη βγάλει φωτογραφία, αλλά δεν ήθελε να κάνει το οτιδήποτε χωρίς την άδειά της. Στο μέρος εκείνο έκατσε πολύ λίγο, για δύο λόγους, πρώτον, δεν ήταν καθόλου σωστό να την παίρνει μάτι και δεύτερον άρχισε να του σηκώνεται. Με σιγανά βήματα κατηφόρισε προς την παραλία, εκεί όπου είχαν πρωτοσυναντηθεί. Όταν έφτασε στην ερημική παραλία πήγε να ξαπλώσει κάπου στον ίσκιο, ένα μισαωράκι, για να γεμίσει λίγο τις μπαταρίες του. Με κλειστά μάτια ονειρευόταν να σφαλιαρίζει τον κώλο της Ευδοξίας και ο χτύπος να ακούγεται στο απέναντι νησί, όχι εντάξει, απλά να τον σφαλιαρίζει.

 

Μετά από κάποια ώρα κατέφτασε η Ευδοξία, είπε να κάνει μια τελευταία βουτιά πριν να αναχωρήσει για την πόλη, έριξε μια ματιά στην ακτή μήπως ξανά δει τον Χάρη, αλλά τίποτα, τζίφος, ούτε μύγα δεν ανέπνεε εκεί. Κατέβασε το μαγιό της, ξεκούμπωσε και το από πάνω και θέλοντας έτσι να χαλαρώσει και να ξεχάσει την παρουσία του αγοριού βούτηξε στη θάλασσα γυμνή. Η βουτιά ξύπνησε τον Χάρη, χάρηκε τόσο πολύ στο άκουσμα αυτού του ήχου· ύστερα άρχισε να αναζητάει τα πράγματά της παρακαλώντας να δει τα καυβλέτα, ε, συγνώμη τα καβαλέτα ήθελα να πω· και τα πινέλα της. Ήταν το μαγιό της εκεί, αλλά δεν είδε τους πίνακες! Σκέφτηκε πως δεν θα είναι καλά ψυχολογικά και λογικά για αυτό δεν κουβάλησε τα εργαλεία της. «Γιατί όμως δεν ήταν καλά;», αναρωτήθηκε χωρίς να έχει απάντηση. Η θάλασσα, ο αέρας, ο ήλιος, η άμμος, τα τέσσερα στοιχεία της φύσης τον καλούσαν. Αποφάσισε να ξεχάσει ότι υπάρχει η λογική, τουλάχιστον για λίγη ώρα και να βουτήξει στο πάθος, και ας έβγαινε το μεγαλύτερο λάθος. Γιατί άραγε όταν πάμε να κάνουμε κάτι πέρα από αυτό που είμαστε σκεφτόμαστε τις επιπτώσεις; Γιατί απλά δεν σκεφτόμαστε τα οφέλη που θα έρθουν μετά από αυτό;

 

 

Κατέβασε το μαγιό του, περπάτησε μέχρι την ακτή και βούτηξε ήσυχα και αργά. Η Ευδοξία ακόμα δεν τον είχε πάρει είδηση. Ύστερα, έκανε ένα μακροβούτι και βρέθηκε απέναντί της. Το σώμα της Ευδοξίας λαμπύριζε σαν το πιο όμορφο κοχύλι. Όταν βγήκε από το νερό η Ευδοξία κόντεψε να πάθει ανακοπή! Μόλις συνήλθε προσπάθησε να κρύψει τα γυμνά της σημεία.

«Συγνώμη αν σε τρόμαξα, επίσης είμαι και εγώ γυμνός», της είπε.

«Καλά εγώ, αλλά εσύ γιατί; Θέλω να πω όταν ήρθα στην παραλία δεν είδα κανέναν, εσύ όμως με είδες», είπε εκείνη με ταραχή.

«Για αυτό ακριβώς το λόγο, για να μην νιώθεις αμήχανα έβγαλα και εγώ το μαγιό μου…»

Γελάσανε και οι δύο. Καλό σημάδι είπε από μέσα του. Μετά ο Χάρης αποκρίθηκε: «επίσης δεν είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω γυμνή…» και της εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια τι είχε γίνει. Η Ευδοξία εκτίμησε την ειλικρίνειά του και τον πλησίασε λίγο πιο κοντά. Τώρα το safe zone είχε πάει ψάρεμα…

 

Μιας και ήταν στα άπατα η Ευδοξία άρχισε να κουράζεται, έτσι την πλησίαζε ο Χάρης πιο πολύ για να τη βοηθάει να επιπλεύσει. Λίγο το ένα, λίγο το άλλο, τα πρώτα αγγίγματα ήταν γεγονός. Η θάλασσα είχε ανάψει τη δικιά της φωτιά και τώρα το μουνί της Ευδοξίας έμοιαζε με ηφαιστιογενής ζώνη και το πέος του Χάρη με φάρο. Βέβαια, την Ευδοξία την είχε ανάψει περισσότερο από όλα, η στάση του, το πως ήθελε να την καλημερίσει με το πρωινό, το τι έβγαλε το μαγιό του έστω κι αν δεν ξέρει τον τόπο, το ότι την χάιδευε απαλά χωρίς να κάνει βιαστικές κινήσεις, πως της είπε όλη την αλήθεια, αλλά και τα μαλλιά του που ήθελε να δαμάσει. Έβλεπε κάτι σε εκείνον που δεν το είχαν πολλοί, έστω κι αν ήταν η αρχή.

 

«Βγες πρώτα εσύ…», της είπε ο Χάρης» μιας και ήθελε να του πέσει λίγο για να βγει.

«Δε χρειάζεται να ξεκαυλώσεις, ίσα ίσα μπορούμε να κάνουμε κάτι για αυτό…», είπε η Ευδοξία κοιτάζοντας τον Χάρη με λάγνο βλέμμα.

Ήταν η καλύτερη ατάκα που θα μπορούσε να ακούσει εκείνος, οπότε περπάτησε μέχρι τα πράγματά της σαν πρίγκηπας που πάει για στέψη. Δεν σκουπίστηκαν καν, αρκετή “λάβα” κύλαγε στο σώμα και στο αίμα τους. Μοιράστηκαν απλά μια ψάθα. Δυο γυμνά παιδιά σε μία ψάθα, η πιο ερωτική σκήνη που θα μπορούσε να υπάρχει. Όχι ακριβώς, γιατί συν-έχισαν. Άρχισαν να φιλούνται ασύστολα και να χαϊδεύονται στα επίμαχα σημεία. Ο Χάρης έτρεξε προς τα πράγματά του έφερε τις απαραίτητες προφυλάξεις και μπήκε στον κόσμο της Ευδοξίας. Με αργές και ελαφριές διεισδύσεις.

 

Η Ευδοξία άφησε το “τιμόνι” σε εκείνον, ήθελε να καταλάβει πόσο έμπειρος είναι. Ο Χάρης έπαιρνε δύσκολα αποφάσεις, αλλά τώρα τον οδηγούσε το καυλί του. Σήκωσε την Ευδοξία με τα χέρια, την έστησε σε κάτι βράχους και άρχισε να μπαίνει μέσα της. Πραγματικά, εκείνη την στιγμή ένιωθε σαν τον θεό Ποσειδώνα, γάμαγε και αγνάντευε τη θάλασσα. Η Ευδοξία ήταν τόσο χαρούμενη και λυτρωμένη λες και είχε ζωγραφίσει πενήντα καλούς πίνακες και αυτή τη φορά με ανθρώπινο στοιχείo, και τί στοιχείο, ματζαφλάρι ολόκληρο… Το σκληρό sex on the beach διαδεχόταν όμορφα το αισθησιακό και συνδυαζόταν άψογα με τα καυτά όλο έρωτα φιλιά. Ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκε εκείνη αν έκανε κάποιο λάθος, δεν είχε κανέναν δισταγμό. Παραδόθηκε άνευ όρων.

 

Ο φάρος του Χάρη μπαινόβγαινε πολύ καλά στο μουνί της Ευδοξίας και φώτιζε όλα τα θεατά, αλλά και τα αθέατα σημεία της… Ολίγον στα τέσσερα, λίγο εκείνη από κάτω, λίγο εκείνη από πάνω, κάνανε sex λες και είχαν σχέση καιρό τώρα. Σίγουρα πάντως δεν ήταν οι πιο έμπειροι εραστές, ενδεχομένως, να τους χάρισε αυθορμητισμό και το τοπίο, αλλά για πρώτη πρώτη φορά ήταν πολύ ωραίο γαμήσι, έτσι, ο πήχης μπήκε πολύ ψηλά για τις επόμενες φορές. Ο Χάρης πήρε το δικό του μεγάλο πινέλο και ζωγράφισε με άσπρη “μπογιά” τον κώλο της Ευδοξία. Εκείνη τελείωσε μερικές φορές πάνω του αν και θα ήθελε πολλές παραπάνω. Αφού ηρέμισαν λίγο, ο Χάρης ρώτησε την Ευδοξία:

«Τελικά, το κινητό μου το θες;»

Εκείνη γέλασε και του εξήγησε το τέχνασμα με τη ψεύτικη φωτογραφία που ήταν ο λόγος να αφήσει το κινητό της στο συρτάρι. Γελάσανε και οι δύο, φιληθήκανε και αγκαλιαστήκανε. Τελικά, ένιωσε το πως είναι να κρύβεσαι σε αυτήν την αγκαλιά.

 

 

Και επειδή είστε κουτσομπόληδες, και θέλετε να ξέρετε τι έγινε· μετά από λίγη ώρα φύγανε από την παραλία, πήγαν στο σπίτι της Ευδοξίας και στο εξωτερικό ντουζ που είχε, καθώς καθαρίζανε ο ένας τα υγρά του άλλου, καυλώνανε ακόμα πιο πολύ. Έχοντας ο Χάρης τις κατάλληλες προφυλάξεις στις τσέπες απ΄ το μαγιό του, κάνανε ακόμα μια φορά sex, αυτή τη φορά sex on the ντουζ…

 

Ποτέ δεν θα είναι η ιδανική στιγμή για να γνωρίσεις έναν άνθρωπο. Χρειάζεται αρχικά να αφήσεις τον εαυτό σου σαν να ήσουν στρώμα στη θάλασσα και να αφεθείς στις ορέξεις του αέρα και του νερού, εσύ όμως μπορείς να επιλέξεις σε ποια στεριά θα αράξεις.

 

Το καλοκαίρι δεν είναι ούτε ηλιοβασιλέματα που μετράνε like στο Instagram, ούτε rare μπριζόλες ψημένες στο αμάξι από τις υπερβολικές θερμοκρασίες, ούτε cocktails πάνω στα κατσάβραχα. Καλοκαίρι είναι να κάνεις sex στην παραλία με τον άνθρωπο που αγαπάς. Αυτό. Όλα τα άλλα είναι μια σκέτη Ευδοξία.

 

_

Photos: Rob Āboltiņš