Ξεκινάμε απ’ το μηδέν. Για να φτάσουμε. Στο λίγο ή στο πολύ. Αρκεί να φτάσουμε. Να βραχούν τα δάχτυλα των ποδιών μας από έρωτα. Γι’ αυτό μας δίνεται η ζωή: για να νιώσουμε τη ρίγη να απλώνεται στο κορμί μας. Να φεύγει, να έρχεται, και σαν άνεμος να μας κυκλώνει.
Η φυσαρμόνικα έπαιζε θλιμμένα στην πλατεία του νησιού. Για κάποιους ο ρυθμός ήταν πένθιμος. Εκείνη τη μέρα όμως, ο Ν. δεν άλλαξε σκοπό. Βασικά, δεν είχε ούτε σκοπό, ούτε προορισμό. Ούτε στις μελωδίες του, ούτε στη ζωή του. Όταν σε προδίδουν οι άνθρωποι που αγάπησες, δύσκολα “δένεις” σε άλλο λιμάνι.
Του άρεσε να μένει στον δρόμο, αν και είχε σπίτι. Να παρατηρεί ανθρώπους και να αγκαλιάζει ζώα. Όταν έβλεπε ένα ζευγάρι να κρατιέται ψεύτικα, σταματούσε να παίζει. Το καλό είναι πως το καταλαβαίνανε· το κακό είναι πως δεν άλλαζε τίποτα.
Οι μέρες περνούσαν, τα καλοκαίρια τρέχανε, κι εκείνος ήταν εκεί — να κάνει παρέα στο άγαλμα, να ταΐζει τους γλάρους και να μετρά τα κύματα. Με τους παφλασμούς από τα κύματα, αντί για φυσαρμόνικα, έπαιζε ακορντεόν. Τους χειμώνες, έπαιζε ακορντεόν.
Τώρα ήταν κουλουριασμένος, γυρισμένος πλάτη στον κόσμο, κι ίσα ίσα που φύσαγε τη φυσαρμόνικα μέσα στη νύχτα. Μια κοπέλα τον πλησίασε και τον σκούντηξε. Σταμάτησε να παίζει, αν και θα ήθελε να τον συνοδεύσει η φιλαρμονική ορχήστρα. Ένα φωτεινό αστέρι έφεγγε στα σκοτάδια του. Τα μάτια του κόλλησαν στα δικά της.
Τη ρώτησε το όνομά της. Η Α. έκατσε — ένιωθε σαν το σπίτι της. Πήγε να του αφήσει ένα κέρμα, μα εκείνος της έπιασε το χέρι και της γνέψε «όχι». Της πρότεινε να την κεράσει παγωτό. Δέχτηκε. Περπάτησαν μέχρι το μόλο. Ίσως αυτή η βόλτα να ήταν καλύτερη κι από δεκάδες ερωτικές πράξεις.
Το παγωτό έλιωσε και έπεσε στο φόρεμα του κοριτσιού. Το ίδιο έγινε και στην μπλούζα του αγοριού. Έβγαλαν τα ρούχα τους και τα άφησαν. Κολύμπησαν ανέμελοι. Χάιδευαν μόνο τα μαλλιά ο ένας του άλλου. Κι έδωσαν λίγα φιλιά στο σώμα. Το να φιλιέσαι χωρίς να υπάρχει αύριο είναι το καλύτερο γιατρικό για το μεθαύριο.
Μεθαύριο θα έφευγε. Η απόσταση που τους χώριζε ήταν χίλια χιλιόμετρα. Ή καλύτερα, η απόσταση που τους ένωνε ήταν χίλια χιλιόμετρα. Ένωσαν τα χείλη και φιλήθηκαν. Το ένιωθαν και οι δύο απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή πως θα είναι μαζί. Κανείς δεν χρειαζόταν να κάνει πίσω ή να υποχωρήσει — το ήξεραν πως θα είναι μαζί.
Συναντήθηκαν. Και ξανασυναντήθηκαν. Πότε σε εκείνη, πότε σε εκείνον. Ώσπου η Α. μάζεψε τα πράγματά της για το δικό το λιμάνι. Το άγαλμα που του κρατούσε συντροφιά έγινε θρύψαλα — και τώρα στόλιζε μια γωνιά στο σαλόνι τους, δίπλα στη βιβλιοθήκη. Οι γλάροι χόρευαν, πότε με φυσαρμόνικα, πότε με ακορντεόν.
Λίγες μέρες μετά, μια μικρή γάτα κούρνιασε στα πόδια τους. Δεν τους ανήκε. Αλλά έμεινε. Την ονόμασαν Νιρβάνα. Γιατί δεν γύρευαν πια τίποτα άλλο.
_
Αυτή η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή, στα όνειρά μου.
Photo: Wilson Ronda / Model: Adriana Cott