Η θεά και η τύχη

Είναι Σάββατο βράδυ, η θερμοκρασία στο Φάληρο είναι οχτώ βαθμούς Κελσίου, αλλά μέσα στη βιβλιοθήκη του Σταύρος Νιάρχος έχει μια αφόρητη ζέστη. Ιδανικός προορισμός το Νιάρχος τις μέρες των Χριστουγέννων, μιας και είναι τόσο όμορφα στολισμένος ο χώρος που νομίζεις πως βρίσκεσαι σε μία όμορφη πόλη του εξωτερικού. Η αλήθεια είναι πως όλα μοιάζουν πιο φωτεινά τα Χριστούγεννα, αλλά κάτω από τα λαμπάκια θα συναντήσεις τη μοναξιά, τη δυστυχία, αλλά και τη ανημπόρια των ανθρώπων. Άλλωστε, τόσα χρόνια έχουμε μάθει να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, πίσω από τα συναισθήματά μας, πίσω από τα ψέματά μας. Φωταγωγίζουμε μόνο την πλευρά που θέλουν να δουν οι άλλοι και τοποθετούμε το αστέρι τόσο ψηλά που ούτε οι ίδιοι δε το φτάνουμε, ούτε καν το βλέπουμε.

Ένα αγόρι, με καστανά μαλλιά, πράσινα μάτια, μεγάλα κοκάλινα γυαλιά και ελαφρώς αξύριστο μούσι κάθεται και διαβάζει για τη σχολή του, την ώρα που μια όμορφη κοπέλα, με μακριά μαλλιά, ωραίο σώμα πλησιάζει και κάθεται ακριβώς δίπλα του. Αφού συστήνονται με τα μάτια, καταλαβαίνουν και οι δύο πως μάλλον θα προκύψει κάτι ανάμεσά τους. Δεν πέρασαν πέντε λεπτά κι η κοπέλα πήγε στο μπάνιο, μαζί με την τσάντα της· έβγαλε στην αρχή την μπλούζα, μετά το παντελόνι και τέλος το κορμάκι της. Αφού είχε μείνει γυμνή πήρε το κορμάκι και το τοποθέτησε μέσα σε ένα βιβλίο. Ύστερα ντύθηκε και ξαναπήγε στη θέση της, έσπρωξε το βιβλίο προς το μέρος του αγοριού και τον κοίταξε με πάθος. Εκείνος, η αλήθεια είναι δεν είχε πάρει είδηση τι γινόταν, απλά καταλάβαινε πως το βιβλίο είχε κάτι μέσα. Άνοιξε την επικειμένη σελίδα, που “όλως τυχαίως” ήταν στη σελίδα 69, και είδε το εσώρουχο της κοπέλας. Αν και σπάνια άλλαζε έκφραση το πρόσωπό του, τότε γελούσαν ακόμα και τα μουστάκια του. Ενθουσιάστηκε πάρα πολύ. Έπιασε το βιβλίο και το στερέωσε με τη ράχη του να ακουμπάει στην έδρα, έτσι, το βιβλίο σχημάτισε δύο αμβλείες γωνίες. Κατέβασε το κεφάλι του προς τις σελίδες και κλείνοντας τα μάτια του μύρισε το εσώρουχο της κοπέλας. Ο συνδυασμός από την μυρωδιά του σώματος της κοπέλας και από τις σελίδες του βιβλίου έφτιαξαν έναν όμορφο χαρμάνι που τον καύλωσαν.

Πήρε με τρόπο το μαύρο κορμάκι και το έβαλε μέσα στην τσάντα του. Ύστερα, έγραψε με μολύβι πάνω στο βιβλίο και την ρωτούσε να του πει το κινητό της. Αρκετά ρομαντικό για την περίσταση, αλλά αυτό του ήρθε. Ο χρόνος της αναμονής βοήθησε το αγόρι να επεξεργαστεί κι άλλο την ομορφιά της κοπέλας. Φινέτσα, κοφτερή ματιά, νάζι, ήταν μια θεά. Εκείνη τον κοίταξε στα μάτια, τον έγδυσε από πάνω μέχρι κάτω και του έγραψε με κόκκινο στυλό το όνομά της στο Facebook. Εκείνος ίσα που κοίταξε το όνομά της και αμέσως σηκώθηκε μαζί με την τσάντα του προς το μπάνιο. Αρχικά, της έστειλε αίτημα φιλίας, ύστερα, στερέωσε το κινητό του στην τουαλέτα και άρχισε να πιάνει τον πούτσο του. Κάπου εκεί άρχισε να τραβάει βίντεο. Σκεφτόταν τη μυρωδιά, την κοπέλα, την στιγμή, τα Χριστούγεννα· ύστερα πήρε στα χέρια του το μικρό κορμάκι και το έβαλε ανάμεσα στον πούτσο του. Άρχισε να αυνανίζεται για πάρτι της. Ώσπου, τελείωσε μετά από λίγο. Ύστερα, πήγε να πιάσει θέση πλάι στην κοπέλα, αφού έκατσε, της έστειλε το βίντεο.

Το γυναίκειο ένστικτο είναι τόσο ανεπτυγμένο που εκείνη είχε καταλάβει ακριβώς τι θα έκανε το αγόρι. Το μόνο που έμενε να μάθει ήταν πόσο μεγάλο ήταν το πουλί του αγοριού. Αφού είδε λίγα δευτερόλεπτα πήρε το ίδιο χαμόγελο όπως και εκείνος όταν είδε το εσώρουχο. Αξίζει να πούμε πως φάνηκε ευχαριστημένη κι από το μέγεθος… Αφού είδε μέχρι τέλος το βίντεο, έκανε πίσω την καρέκλα της, σηκώθηκε ξαφνικά και περπάτησε γρήγορα προς την έξοδο. Το αγόρι σάστισε και δεν ήξερε τι να κάνει. Σηκώθηκε και εκείνος βιαστικά και άρχισε να την ακολουθάει. Το κορίτσι περπάταγε τόσο γρήγορα που κάποιες φορές ήταν δύσκολο να τη διακρίνει, επίσης, το Ίδρυμα είχε τόσο κόσμο τις μέρες των Χριστουγέννων που δυσκόλευε ακόμα πιο πολύ την κατάσταση. Το αγόρι τα έχασε τελείως, όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν είχε συνειδητοποιήσει τίποτα. Μετά από λίγο δεν μπορούσε να την διακρίνει καθόλου, την είχε χάσει οριστικά. Έκατσε ακίνητος για λίγο και κοιτούσε σαλεμένος το πλήθος. Δευτερόλεπτα μετά ήθελε να πάρει μια βαριοπούλα και να κοπανήσει το παγοδρόμιο που ήταν εκεί στημένο και ακόμα να ξεριζώσει τα γένια από όλους αυτούς τους αποκρουστικούς Αγιοβασίληδες και ακόμα να σύρει με έλκηθρο όλα τα καλικαντζαράκια που του χαμογελούσαν εριστικά.

Περάσανε τρείς μέρες από την συνάντηση των δύο παιδιών και κανείς από τους δύο δεν είχε δώσει το παραμικρό σημείο ζωής. Αν και, κανονικά, το κορίτσι θα έπρεπε να δώσει κάποια εξήγηση. Το αγόρι αποφάσισε τότε να της στείλει στο Messenger, έτσι, χωρίς να το πολύ σκεφτεί έγραψε: «Κακό δεν είναι να χωρίζουν δυο άνθρωποι, κακό είναι να μην ενώνονται ποτέ. Χρόνια σου πολλά!» Μιας και ήταν Χριστούγεννα εκείνη την ημέρα, είπε να δείξει καλός, έτσι, της ευχήθηκε κιόλας. Η ζωή μοιάζει με ένα ατέρμονο παιχνίδι. Στο παιχνίδι αυτό μπορούμε να αψηφήσουμε τους κανόνες, να φτιάξουμε δικούς μας κανόνες, μπορούμε να πάμε με το γράμμα του νόμου, μπορούμε να σταματήσουμε να παίζουμε, μπορούμε να παίζουμε μέχρι να χάσουν οι άλλοι, μπορούμε να παίζουμε μέχρι νικήσουμε εμείς και άλλοι τρόποι που καταλήγουν κυρίως να είναι τεχνάσματα δολοπλοκίας, συμφερόντων και επί παντός του επιστητού να ξεχνάμε να παίζουμε, να γελάμε, να ερωτευόμαστε.

«Δυο άνθρωποι συναντήθηκαν τυχαία, και….» ήταν η απάντηση του κοριτσιού δυο μέρες μετά τα Χριστούγεννα. Τότε το αγόρι άρχισε να σκέφτεται· αν υποθέσουμε πως όλα είναι ενέργεια τύχης και πως όλα συμβαίνουν για κάποιο λόγο, τότε, πολύ απλά θα προσμένουμε ουρανοκατέβατες καταστάσεις να μας χαϊδέψουν το σώμα και τη ψυχή. Φυσικά και παίζει ρόλο η τύχη, αλλά ποιος έφτιαξε την τύχη, τα τείχη, την ανθρωπότητα, το Νιάρχος, τον αρχιτέκτονα του Νιάρχος; Προφανώς, όλα αυτά τα έφτιαξε ο άνθρωπος και αφού τα φτιάξαμε εμείς (οι προγενέστεροί μας δηλαδή) τότε έχουμε μερίδιο όλοι μας για τα τινά που μας συμβαίνουν. Είτε στα καλά, είτε στα κακά. Ακόμα, σκέφτηκε, πως ανάμεσα σε τρία εκατομμύρια πληθυσμό που έχει η Αθήνα, δεν γίνεται να συναντηθήκαμε τυχαία. Όχι μόνο εμείς, αλλά και όλα τα ζευγάρια που έχουν ή είχαν υπάρξει. Παίξαμε στο παιχνίδι, ακολουθήσαμε τους δρόμους μας, τις στρατηγικές μας, χάσαμε, νικήσαμε, ξαναχάσαμε, ξανανικήσαμε, ξαναοχυρωθήκαμε και φτου και από την αρχή. Αλώστε, αν είχαμε τύχη ως άνθρωποι, θα κερδίζαμε όλοι στο τζόκερ και στα άλλα τυχερά παιχνίδια, όμως, οι πιθανότητες είναι κατά μας.

«Δεν είμαι σίγουρος για το αν συναντηθήκαμε τυχαία ή όχι, είμαι σίγουρος όμως για την καρδιά μου. Η καρδιά έχει πάντα δίκαιο. Οι χτύποι της καρδιάς μας είναι ρυθμιστής μιας σχέσης. Η δικιά μου χτυπούσε και έτρεχε όπως ο Κεντέρης όταν τον κυνηγούσαν οι επτά μελαμψοί, με δυο σημαντικές σημειώσεις, η καρδιά μου δεν ήταν ντοπαρισμένη, και έτρεχε και πιο γρήγορα». Το κορίτσι μόλις είδε την απάντησή του συγκινήθηκε ελαφρώς και χαμογέλασε. Ήταν ίσως το καλύτερο μήνυμα που είχε λάβει ποτέ. Εκ των πραγμάτων, έπρεπε να δώσει μία δεύτερη ευκαιρία στο αγόρι. Αφήστε που ήταν και Χριστούγεννα και η εποχή από μόνη της σου βγάζει κάτι πολύ ερωτικό. Σαν να το βλέπει μπροστά της, να έχουν ανάψει φωτιά και να την παίρνει μπροστά στο τζάκι, ύστερα, να έχει χώσει το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια της και να τη γλύφει με μανία. «Αύριο θα είμαι στη βιβλιοθήκη, την ίδια ώρα, αν θες έλα…» 

Τα δύο παιδιά συναντήθηκαν ξανά εκεί. Στο ίδιο μέρος, στις ίδιες θέσεις. Μιλήσανε λίγο για το πως περάσανε τις γιορτές, αλλά και το τι είχαν σκοπό να κάνουν την Πρωτοχρονιά. Όσον αφορά την αλλαγή του χρόνο το αφήσανε και οι δύο ελεύθερο, μάλλον για να πιστεύει ο ένας για τον άλλον πως θα κάνουν κάτι μαζί. Το κορίτσι μετά από λίγο άφησε το χέρι της στο αριστερό γόνατο του αγοριού. Τον ξάφνιασε αυτή η οικειότητα, αλλά του άρεσε παράλληλα. Τότε και εκείνος χάιδεψε το αριστερό της μπούτι. Εκείνη έκανε ακόμα πιο δεξιά και χάιδεψε το καβάλο του αγοριού. Εκείνος με τη σειρά του άρχισε να χαϊδεύει το μουνάκι της μέσα από το τζίν. Τα δύο παιδιά ήταν τελευταία στη σειρά του αναγνωστήριου, οπότε είχαν όλους τους άλλους μπροστά τους, άρα δύσκολα κάποιος θα καταλάβαινε τι κάνουν. Τότε το κορίτσι ξεκούμπωσε το φερμουάρ και άρχισε να παίζει με το πουλί του αγοριού. Εκείνος ένιωθε ωραία, αλλά έσφιγγε τα δόντια του μιας και θα προτιμούσε να είναι οπουδήποτε αλλού, έτσι ώστε να είναι μόνοι τους και να το ευχαριστηθούν καλύτερα. Το κορίτσι συνέχιζε με αμείωτο το ενδιαφέρον, μόνο που τώρα έσκυψε προς το μέρος του και άρχισε να του παίρνει πίπα μέσα στη βιβλιοθήκη. Το αγόρι δεν πίστευε στα μάτια του με την τόση άνεση, ευκολία και άγνοια κινδύνου του κοριτσιού. Όλο αυτό το κράμα, αλλά και επειδή ήξερε να την κάνει πολύ καλά τη διαδικασία έκαναν το αγόρι να χύσει σχεδόν άμεσα μέσα στο φλογερό στόμα της.

–Πιστεύεις ακόμα στην τύχη; Είπε το αγόρι καθώς κατηφορίζανε προς την έξοδο.
–Πιστεύω σε εσένα, είσαι καλό τυπάκι, μπορεί να τα βρούμε εμείς οι δύο. Είπε το κορίτσι με μια δόση υπαινιγμού, αλλά και αυθορμητισμού μαζί.
–Η τύχη για εμένα δεν υπάρχει, είναι όλα όσα δεν κάναμε και τα αφήσαμε στην τύχη. Η τύχη είναι η καλύτερη δικαιολογία για να μην προσπαθούμε.

Εκείνη δε μίλησε.

Λίγο πριν βγουν από το χώρο του Νιάρχος, το αγόρι έπιασε την κοπέλα από τη μέση και άρχισε να τη φιλάει με πάθος. Εκείνη φυσικά ενέδωσε. Ύστερα, το αγόρι την οδήγησε κάπου απομονωμένα, πάντα στον προαύλιο χώρο του Νιάρχος. Αφού σιγουρευτήκανε, ας πούμε, πως δεν τους παρακολουθεί κανείς, το αγόρι έγδυσε το κορίτσι. Μόνο τα κάτω ρούχα. Τώρα είχανε ξεχάσει το κρύο και απλά απολαμβάναμε τη στιγμή· πάντα με προφυλάξεις. Ο καυλωμένος πούτσος του αγοριού έμπαινε πολύ γρήγορα στο μουνάκι της κοπέλας και αυτό την τρέλανε. Ακόμα, είχε τελειώσει ήδη μία φορά σήμερα, οπότε θα άντεχε περισσότερο στην τρελά καυλωμένη μουνάρα της. Το αγόρι αποφάσισε να πάρει εκείνος το πρώτο λόγο στη γνωριμία τους, αποφάσισε στιγμιαία πως θέλει να τη γαμήσει από πίσω. Ήθελε να πάρει μια κάποια μορφή εκδίκησης από την κοπέλα για όσες μέρες δεν του είχε στείλει. Τώρα παραξενεύτηκε εκείνη ευχάριστα, αλλά ενθουσιάστηκε από τον αυθορμητισμό του αγοριού και έδειχνε να το απολαμβάνει. Το σφριγηλό κωλαράκι της κοπέλας έμοιαζε με πυρκαγιά στο Μαραθώνα τον μήνα Αύγουστο. Τελείωσε μέσα της χωρίς να τον νοιάζει κάτι. Ήταν τόσο καυλωμένος που δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τον εαυτό του.

Φεύγοντας από το Νιάρχος συνάντησαν τυχαία έναν λαχειοπώλη. Το κορίτσι έπεισε με τα πολλά το αγόρι να αγοράσουν δύο πρωτοχρονιάτικα λαχεία. Ένα που θα διάλεγε εκείνη και ένα που θα διάλεγε αυτός. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος, όπως είπαμε, δεν πίστευε στην τύχη, πίστευε στις δυνάμεις του ανθρώπου και στη λογική. Όμως, είχε περάσει τόσο καλά σήμερα που δε υπήρχε περίπτωση να της χαλάσει κάποιο χατίρι.

Το βράδυ της πρωτοχρονιάς το περάσανε μαζί· στο σπίτι της κοπέλας μαζί με φίλους. Από ότι φαίνεται ξαναπήρε τον έλεγχο το κορίτσι. Βέβαια, περάσανε πολύ όμορφα στο ρεβεγιόν, φάγανε, ήπιανε, γελάσανε, χορέψανε και φυσικά μετά για να πάει καλά ο χρόνος, κάνανε το καθιερωμένο sex. Εκείνη, φορούσε κόκκινα εσώρουχα, έτσι της είχε πει η γιαγιά της. Κάθε Πρωτοχρονιά να φοράς κόκκινα εσώρουχα για να έχεις τύχη όλη την χρονιά!

Την Πέμπτη, δύο μέρες μετά την αλλαγή του χρόνου, θα πραγματοποιούταν η κλήρωση του λαϊκού κρατικού λαχείου. Μαντέψτε. Το κορίτσι κέρδισε το αμύθητο ποσό των 2.500.000€! Μπορείτε να φανταστείτε τη χαρά της κοπέλας; Όχι μόνο για το τεράστιο ποσό, αλλά και γιατί θα την έλεγε στο αγόρι! Πως όλα, μα όλα είναι ενέργεια τύχης! Εκείνος, με τη σειρά του, αφενός χαροποιήθηκε υπερβολικά, αλλά της ανέφερε πως εκείνο το βράδυ κάποιος της γάμαγε το κωλαράκι, οπότε, είχε κάθε λόγο και κάθε δικαίωμα να την αποκαλεί κωλόφαρδη!

Μετά από λίγες μέρες τα δύο παιδιά βρεθήκανε σε ένα σαλέ στην Ελβετία, το κορίτσι ένιωθε πως πρέπει να ανταποδώσει με κάποιο τρόπο την ευμάρεια στο αγόρι. Κάπως έτσι όμως εκπληρώθηκε άλλη μία σκέψη της. Τώρα το κεφάλι του αγοριού βρισκόταν από κάτω της και της έγλυφε με μεγαλύτερη μανία –από ότι φανταζόταν– το μουνάκι, εξάλλου, τώρα ήταν και εκατομμυριούχος. Ύστερα, του ζήτησε να την τοποθετήσει κοντά στο παράθυρο και να την πάρει στα τέσσερα. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να βλέπει και τις Άλπεις.

Αυτό είναι που λέμε τύχη βουνό.