Οι στίχοι από το είκοσι ως και το δυοχιλιάδες
είναι τα δάκρυα αυτών, που ‘γραφαν με ψυχή
ανάρμοστοι πολιτικοί σαν αυστηρές μανάδες
δεν άφηναν το αλφάβητο να μπει μες στη ζωή
Το αίμα έβαψε αργά τα ποιήματα του Παύλου
κι οι συγγενείς τον έδιωξαν να φύγει μακριά
το Rock όμως γεννήθηκε, στα κέρατα του ταύρου
καρφώθηκαν τα ακόντια βαθιά μες την καρδιά
Ο Μάνος μας ξεπέταξε στη φάμπρικα της πείνας
και το μυαλό μας έπηξε μόνο απ’ τη δουλειά
ονείρατα και έρωτες στα δίχτυα της ρουτίνας
όσο γερνάει η θάλασσα, γερνά κι η αρχοντιά
Ποντάρισα τα χρόνια μου μέσα στο πρακτορείο
μα κέρδισε η μοναξιά που ‘ναι τόσο ζεστή
οι λύπες με δικάζουνε σε κάποιο θεωρείο
εκεί που οι στίχοι γράφονται μονάχα σκαλιστοί