Μια αληθινή ιστορία: Όταν κανένας δεν πίστεψε σε μένα

Ήμουν ένας επιτυχημένος δικηγόρος. Καλά αμειβόμενος αλλά κενός, δυναμικός αλλά δημιουργικά ανικανοποίητος, πειθαρχημένος αλλά και χωρίς να έχω επαφή με το ποιος πραγματικά ήμουν.

Ξυπνούσα κάθε πρωί, κοίταζα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και αντιπαθούσα τον άντρα που έβλεπα απέναντί μου. Δεν ήμουν αισιόδοξος. Και δεν είχα στενή επαφή με τον φυσικό ηρωισμό που έμαθα έκτοτε ότι αποτελεί ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της ανθρώπινης υπόστασης. Η επιτυχία χωρίς αυτοσεβασμό είναι μια κενή νίκη, σωστά; Οπότε, αποφάσισα να αναγεννηθώ.

Μεγάλο μέρος της ανάγκης μου να ευχαριστώ τους άλλους, να είμαι αρεστός και να ακολουθώ τη μάζα –ενώ στην πραγματικότητα πρόδιδα τον εαυτό μου– απλώς εξαφανίστηκε. Απέκτησα μεγαλύτερη πίστη στις πιο ενδόμυχες αξίες μου και έγινα πιο υγιής, πιο δημιουργικός, πιο πρόσχαρος και πιο ήρεμος.  Αυτό μου χάρισε την έμπνευση προς την ανέλιξη, την επιτάχυνση της παραγωγικότητάς μου και την αυτοπεποίθησή μου να εξελιχθώ.

Αισθάνθηκα ενστικτωδώς την ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο για την εμπειρία μου και τα μαθήματα που διδάχτηκα, με σκοπό να βοηθήσω και άλλους να ανελιχθούν όπως εγώ.

Το ονόμασα Ο Μοναχός που Πούλησε τη Ferrari του. Ορισμένοι κρυφογέλασαν ακούγοντας τον τίτλο και θεώρησαν πως κανείς δεν θα διάβαζε ένα βιβλίο αυτοβοήθειας το οποίο είχε γράψει ένας δικηγόρος. Άλλοι ψέλλισαν ότι η ζωή ενός συγγραφέα ήταν σκληρή, οπότε θα έπρεπε να παραιτηθώ πριν καν ξεκινήσω. Αρνήθηκα να λάβω μέρος στον περιορισμό τους και με μεγάλο ενθουσιασμό έγραψα ένα αφήγημα για έναν δρόμο μακριά από μια μισή ζωή και κοντά σε μια ζωή μεγαλειώδη, γενναία και με πολλές προοπτικές.

Η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου ήταν μαγευτική. Δεν είχα ιδιαίτερες γνώσεις για τον χώρο των εκδόσεων, ούτε και προερχόμουν από επιχειρηματική οικογένεια (η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια και ο πατέρας μου οικογενειακός γιατρός). Ωστόσο, γνώριζα όντως ότι η αυτοεκπαίδευση είναι η λεωφόρος που μας βοηθά να μετατρέψουμε τις ζωηρές φαντασιώσεις μας σε απτή πραγματικότητα. Θα μπορούσα να μάθω ό,τι δεν ήξερα. Θα μπορούσα να κατακτήσω τις δεξιότητες που δεν διέθετα. Και θα μπορούσα επίσης να αντιγράψω τα αποτελέσματα που πέτυχαν άλλοι, με προσήλωση, σκληρή προσπάθεια, εξαιρετικές πληροφορίες και καλούς καθηγητές.

Έτσι, γράφτηκα σε ένα μονοήμερο μάθημα στον οργανισμό The Learning Annex. Εκεί έμαθα για τη δομή των χειρόγραφων, το έργο των επιμελητών, των εκδοτών και των τυπογράφων, των διανεμητών και των βιβλιοπωλών. Η διαδρομή ήταν εξαιρετική και μου έδωσε την ώθηση να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Αφού ολοκληρώθηκε το μάθημα, επέστρεψα στο σπίτι ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ που χιόνιζε, νιώθοντας απίστευτα αισιόδοξος, στοχοπροσηλωμένος και αποφασισμένος να κυκλοφορήσω το βιβλίο μου.

Αποφάσισα να προβώ σε αυτοέκδοση. Η υπέροχη μητέρα μου επιμελήθηκε το χειρόγραφο, μελετώντας κάθε σειρά με ιδιαίτερη προσοχή. Λίγοι καλοί φίλοι ήταν οι πρώτοι αναγνώστες μου. Το τύπωσα σε ένα μικρό φωτοτυπικό κέντρο που λειτουργούσε όλο το 24ωρο. Θυμάμαι ακόμη τον πατέρα μου να με πηγαίνει εκεί με το αυτοκίνητό του στις τέσσερις τα ξημερώματα ώστε να προλάβω να το τυπώσω προτού πάω στο δικηγορικό γραφείο στις οχτώ. Του είμαι ευγνώμων για την άνευ όρων στήριξη και βοήθειά του τις στιγμές που τον είχα μεγαλύτερη ανάγκη. Λόγω της απειρίας μου, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι με τη μετατροπή των χειρόγραφων σελίδων σε βιβλίο θα συρρικνωνόταν το μέγεθος των γραμμάτων. Ως εκ τούτου, η πρώτη έκδοση ήταν μάλλον δυσανάγνωστη. Σε κάθε περίπτωση, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα και άρχισα να προωθώ το μήνυμα του Μοναχού που Πούλησε τη Ferrari του σε διάφορους συλλόγους της κοινότητάς μου.

Η διαδικασία συγγραφής του βιβλίου ήταν μαγευτική. Δεν είχα ιδιαίτερες γνώσεις για τον χώρο των εκδόσεων, ούτε και προερχόμουν από επιχειρηματική οικογένεια (η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια και ο πατέρας μου οικογενειακός γιατρός). Ωστόσο, γνώριζα όντως ότι η αυτοεκπαίδευση είναι η λεωφόρος που μας βοηθά να μετατρέψουμε τις ζωηρές φαντασιώσεις μας σε απτή πραγματικότητα. Θα μπορούσα να μάθω ό,τι δεν ήξερα. Θα μπορούσα να κατακτήσω τις δεξιότητες που δεν διέθετα. Και θα μπορούσα επίσης να αντιγράψω τα αποτελέσματα που πέτυχαν άλλοι, με προσήλωση, σκληρή προσπάθεια, εξαιρετικές πληροφορίες και καλούς καθηγητές.

Έτσι, γράφτηκα σε ένα μονοήμερο μάθημα στον οργανισμό The Learning Annex. Εκεί έμαθα για τη δομή των χειρόγραφων, το έργο των επιμελητών, των εκδοτών και των τυπογράφων, των διανεμητών και των βιβλιοπωλών. Η διαδρομή ήταν εξαιρετική και μου έδωσε την ώθηση να πραγματοποιήσω το όνειρό μου. Αφού ολοκληρώθηκε το μάθημα, επέστρεψα στο σπίτι ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ που χιόνιζε, νιώθοντας απίστευτα αισιόδοξος, στοχοπροσηλωμένος και αποφασισμένος να κυκλοφορήσω το βιβλίο μου.

Αποφάσισα να προβώ σε αυτοέκδοση. Η υπέροχη μητέρα μου επιμελήθηκε το χειρόγραφο, μελετώντας κάθε σειρά με ιδιαίτερη προσοχή. Λίγοι καλοί φίλοι ήταν οι πρώτοι αναγνώστες μου. Το τύπωσα σε ένα μικρό φωτοτυπικό κέντρο που λειτουργούσε όλο το 24ωρο. Θυμάμαι ακόμη τον πατέρα μου να με πηγαίνει εκεί με το αυτοκίνητό του στις τέσσερις τα ξημερώματα ώστε να προλάβω να το τυπώσω προτού πάω στο δικηγορικό γραφείο στις οχτώ. Του είμαι ευγνώμων για την άνευ όρων στήριξη και βοήθειά του τις στιγμές που τον είχα μεγαλύτερη ανάγκη. Λόγω της απειρίας μου, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι με τη μετατροπή των χειρόγραφων σελίδων σε βιβλίο θα συρρικνωνόταν το μέγεθος των γραμμάτων. Ως εκ τούτου, η πρώτη έκδοση ήταν μάλλον δυσανάγνωστη. Σε κάθε περίπτωση, έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα και άρχισα να προωθώ το μήνυμα του Μοναχού που Πούλησε τη Ferrari του σε διάφορους συλλόγους της κοινότητάς μου.

«Ένας από τους αγαπημένους χώρους δημιουργίας στο σπίτι».

Ξαφνικά, μου ήρθε η επιφοίτηση. Η γνώμη του ήταν απλώς η γνώμη του. Γιατί θα έπρεπε να της δώσω μεγαλύτερη σημασία; Δεν με αφορούσε πραγματικά η γνώμη του κυρίου. Κάποιος έμελλε να είναι ο συγγραφέας του επόμενου ευπώλητου βιβλίου. Γιατί να μην είμαι εγώ; Άλλωστε, κάθε επαγγελματίας ξεκινά ως ερασιτέχνης.

Θεώρησα ότι δεν θα έπρεπε να αφήσω τη συμβουλή του να καταπνίξει το πάθος μου και να απαρνηθώ τη φιλοδοξία μου. Κάθε ημέρα, όταν καθόμουν στο δικηγορικό μου γραφείο, σκεφτόμουν: «Κάθε ώρα βρίσκομαι μία ώρα μακριά από αυτό που πραγματικά θέλω να κάνω και αυτό που ξέρω ότι είμαι προορισμένος να κάνω».

Έτσι, λοιπόν, συνέχισα. Κι ελπίζω πραγματικά το ίδιο να κάνετε κι εσείς κάθε φορά που κάποιος σας βάζει μια μικρή –ή μεγάλη– τρικλοποδιά, σας χτυπάει, σας γεμίζει μελανιές και σας ματώνει. Οι αποτυχίες είναι απλώς ο τρόπος που έχει η ζωή για να δοκιμάζει πόσο πολύ θέλετε τα όνειρά σας. Η ζωή πράγματι ευνοεί τους παθιασμένους. Η μεγάλη τύχη φωτίζει πραγματικά όσους έχουν μαγευτεί από τις θαυμαστές φιλοδοξίες τους. Και το σύμπαν σαφώς υποστηρίζει εκείνους που αρνούνται να παραδοθούν στις δυνάμεις του φόβου, της απόρριψης και της αυτοαμφισβήτησης.

Λίγους μήνες μετά την έκδοση του βιβλίου, βρέθηκα σε ένα τοπικό βιβλιοπωλείο με τον γιο μου, ο οποίος ήταν τότε μόλις τεσσάρων ετών. Ήταν μια βροχερή βραδιά, με ένα υπέρλαμπρο, ολόγιομο φεγγάρι να προμηνύει έναν καλό οιωνό. Τη θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Όταν στη συνέχεια μπήκαμε στο βιβλιοπωλείο, πήγαμε γραμμή στο τμήμα όπου βρισκόταν η προθήκη με το βιβλίο μου. Είχα δώσει στον ιδιοκτήτη έξι αντίτυπα – με προμήθεια (που σημαίνει ότι αν δεν μπορούσε να τα πουλήσει, θα μπορούσε να τα επιστρέψει). Ένας άλλος συγγραφέας, που εξέδιδε κι αυτός μόνος του τα βιβλία του, μου είχε δώσει μια πολύτιμη συμβουλή: από τη στιγμή που ένα βιβλίο έχει υπογραφεί από τον συγγραφέα του, το κατάστημα λιανικής πώλησης είναι αναγκασμένο να το κρατήσει.

Έτσι, είχα ως πρακτική να επισκέπτομαι κάθε σημείο στο οποίο βρισκόταν το Ο Μοναχός που Πούλησε τη Ferrari του και να υπογράφω ο ίδιος κάθε αντίτυπο. Πήρα και τα έξι αντίτυπα από το ράφι και ζήτησα ευγενικά την άδεια να υπογράψω το βιβλίο μου. Ο ταμίας συμφώνησε και, με τον μικρό μου γιο να έχει κουρνιάσει στον ξύλινο πάγκο μπροστά μου, χρησιμοποίησα το ένα χέρι μου για να τον κρατάω ώστε να μην πέσει και το άλλο για να υπογράψω το παντελώς άγνωστο βιβλίο μου.

Καθώς υπέγραφα, πρόσεξα κάποιον που με παρατηρούσε και ο οποίος στεκόταν στην άκρη φορώντας μια πράσινη καμπαρντίνα που ήταν ακόμη βρεγμένη από τη βροχή. Παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση. Λίγα λεπτά αργότερα, ο άντρας με πλησίασε και μου είπε επί λέξει: «Ο Μοναχός που Πούλησε τη Ferrari του. Πολύ ωραίος τίτλος. Μπορείτε να μου πείτε λίγα λόγια για σας;»

Του εξήγησα ότι ήμουν δικηγόρος. Ότι ήμουν απογοητευμένος και δυστυχισμένος για πολλά χρόνια, διότι ζούσα τη ζωή κάποιου άλλου. Του ανέφερα ότι είχα ανακαλύψει πολύτιμες μεθόδους για να ζω πιο ευτυχισμένα, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, πιο παραγωγικά και βιώνοντας μια ουσιαστική ζωή. Του είπα ότι ο διακαής πόθος μου ήταν να φτάσει το βιβλίο μου σε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Αλλά και να προσφέρω στην κοινωνία όσο περισσότερα μπορούσα. Πρόσθεσα ότι είχα εκδώσει το βιβλίο μου τυπώνοντάς το σε ένα τυπογραφείο 24ωρης λειτουργίας, καθώς και ότι είχα γελοιοποιηθεί, επικριθεί και υποβιβαστεί στην προσπάθειά μου να προωθήσω το έργο μου.

Με κοίταξε διερευνητικά και περίμενε αμίλητος για τόση πολλή ώρα, που μου φάνηκε μια αιωνιότητα. Έπειτα έβγαλε το πορτοφόλι του και μου έδωσε την κάρτα του, η οποία έγραφε: Edward Carson. Πρόεδρος. Εκδοτικός Οίκος HarperCollins Publishers.

Η συγχρονικότητα είναι ο τρόπος που χρησιμοποιεί το πεπρωμένο για να μείνουμε σιωπηλοί, δεν συμφωνείτε; Τρεις μόλις εβδομάδες αργότερα, η HarperCollins αγόρασε τα παγκόσμια δικαιώματα του Ο Μοναχός που Πούλησε τη Ferrari του. Έναντι 7.500 δολαρίων. Το βιβλίο κατάφερε να γίνει ένα από τα πιο ευπώλητα βιβλία όλων των εποχών, προσφέροντας σε εκατομμύρια καλούς ανθρώπους ανά τον πολύτιμο κόσμο μας. Έτσι, λοιπόν, κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο, σας παροτρύνω να εξετάσετε τις ηθικές φιλοδοξίες σας που μένουν σιωπηλές μέσα στην καρδιά σας περιμένοντας να πραγματοποιηθούν.

Γιατί σήμερα ξημερώνει μια καινούρια ημέρα. Και ο κόσμος μας προσδοκά τον καθημερινό ηρωισμό σας.

 

_

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο Ο Ήρωας της διπλανής πόρτας του Robin Sharma

Η πρώτη δημοσίευση έγινε στο blog της Διόπτρας