Το (πιο) super market

«Τα Χριστούγεννα είναι η χειρότερη εποχή του χρόνου, ο Δεκέμβρης ο χειρότερος μήνας και οι καλικάντζαροι τα χειρότερα πλάσματα που έχουν επινοήσει οι άνθρωποι», αυτή ήταν η “ψύχραιμη” άποψη της Ναταλίας για τις μέρες που διανύουμε. Αντιπαθούσε τόσο πολύ τα Χριστούγεννα που τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια αρρώσταινε, από τότε που ήταν μωρό δηλαδή, μη σας πω από τη μήτρα. Δεν είχε μια απλή αλλεργία στα Χριστούγεννα, έβγαζε σπυριά σε όλο της το σώμα. Η κατάστασή της γινόταν ακόμα χειρότερη μιας και δούλευε σε μεγάλο super market. Ήταν αναγκασμένη να στολίσει, να ξεστολίσει και να ακούει τα ίδια και τα ίδια χαζά χριστουγεννιάτικα τραγούδια που παίζανε από τα ηχεία. Το ευτύχημα ήταν πως το πόστο της δεν είχε πολλά στολίδια και πολλά λαμπιόνια, γιατί εργαζόταν στη μαναβική. Δεν μπορούσαν δηλαδή να στολίσουν τα χόρτα με γιρλάντες. Βέβαια, από τα σύγχρονα super market όλα μπορείς να τα περιμένεις.

 

 

Όσο οι μέρες πλησίαζαν προς τα Χριστούγεννα, η αλλεργία της μεγάλωνε. Επιπλέον, ήταν μόνη της, οπότε δεν είχε κάποιον να την παρηγορεί και να της σκουπίζει τις μύξες. «Μόνη μου το πέρασα κι αυτό με βαρύ τσιγάρο σέρτικο» –το soundtrack των Χριστουγέννων της– και ναι, αντί να τρώει σούπες και να πίνει τσάι από λιναρόσπορο, κάρδαμο και σπόρους τσία εκείνη κάπνιζε και ενίοτε έπινε κρασί για να ξεχαστεί. Ο χαρακτήρας της όπως καταλάβατε δεν ήταν και ο πιο προσιτός. Ισχυρογνώμων, αλαζονική, επίμονα αρνητική, αλλά κατά βάθος καλούλα, πολύ βάθος όμως. Τα κοντά μαύρα μαλλιά της την έκαναν να δείχνει ακόμα πιο καλή και παιχνιδιάρα, αλλά τα φαινόμενα μερικές φορές απατούν.

 

 

Παραμονή Χριστουγέννων κι ενώ έβαζε τα σέσκουλα στο ράφι και παράλληλα σκούπιζε τη μύτη της, ένας πελάτης την πλησίασε για να την ρωτήσει αν υπάρχουν φασολάκια. Εκείνη αμέσως κατάλαβε πως είτε είναι άσχετος με τα λαχανικά, είτε ήθελε να της πιάσει κουβέντα. Είτε και τα δύο. Εκείνη του είπε πως δεν είναι η εποχή τους, χωρίς να του πει κάτι παραπάνω. Εκείνος ξαναγύρισε και της είπε: «Ωραία αντί για φασολάκια τι να βάλω;», εκείνη γλύκανε λίγο μιας και ήταν ευγενικός και όμορφος – κι όχι γιατί οι μέρες το “απαιτούσαν”. «Δεν μου έχεις πει τη συνταγή που θα φτιάξεις». Της είπε τη συνταγή και αμέσως του είπε πως μπορεί να χρησιμοποιήσει κατεψυγμένα φασολάκια. Εκείνος πήγε προς τα ψυγεία, πήρε ένα σακούλι, της έριξε μια φευγαλέα ματιά και κατευθύνθηκε προς τα ταμεία. Αυτή η συνάντηση της έμεινε καθώς γυρνούσε σπίτι της. «Άραγε να έμεινε και σε αυτόν;», αναρωτήθηκε.

 

 

Το σπίτι της απείχε μερικά λεπτά από τη δουλειά της και αυτό ήταν άκρως παρήγορο. Όμως, είχε τόση πίεση μέσα της που με το που άφησε την τσάντα και τα ψώνια της, οδηγήθηκε από την καύλα της κατ’ ευθείαν στον καναπέ. Σκεφτόταν τον ξένο. Της ερχόταν η έντονη μυρωδιά του, έστω κι αν το δικό της σώμα μύριζε λαχανάκι Βρυξελλών και παντζάρι. Σκέφτοταν πως θα ήθελε πολύ να του δείξει τα αγγούρια και να κάνει μερικές κινήσεις πάνω-κάτω για να του δείξει πόσο τον θέλει και πόσο διψάει για τη δροσιά ενός πραγματικού αγγουριού… Σταμάτησε, της φάνηκε χαζό. Ο πελάτης θα έχει κοπέλα γιατί ήταν όμορφος και ευγενικός, ίσως να ήταν αρραβωνιασμένος, ίσως πάλι να ετοιμαζόταν να παντρευτεί. «Γιατί ρώτησε εμένα για τα φασολάκια και δεν έστειλε μήνυμα στην καλή του;» σκέφτηκε και κοιμήθηκε ελάχιστα καλύτερα από τις προηγούμενες μέρες.

 

 

Την μεθεπόμενη των Χριστουγέννων μόλις πήγε να πιάσει απογευματινή βάρδια τον είδε. Ήθελε να τρέξει να τον εξυπηρετήσει, αλλά αυτό δεν ήταν λογικό. Αμέσως έπιασε ένα καφάσι με αχλάδια και πήγε κοντά του – οι συνάδελφοι της απορήσαν μιας και δεν την είχαν δει ποτέ να τρέχει για να γεμίσει ράφια. Τον κοίταξε με χαμόγελο και εκείνος ανταπέδωσε. Ανταπέδωσε γιατί εκείνη προσπαθούσε να τοποθετήσει τα αχλάδια στη θέση των μήλων. Ξαναγελάσανε κι οι δύο. «Συγνώμη είμαι αφηρημένη αυτές τις μέρες..» Εκείνος δεν ρώτησε γιατί ειδικά αυτές τις μέρες όπως ήταν το αναμενόμενο, αλλά της είπε: «Τελικά, βγήκε ωραία η συνταγή, σε ευχαριστώ». «Χαίρομαι», απάντησε η Ναταλία. Εκείνη παρά ήταν εκδηλωτική, αυτό του έδωσε το πάτημα να συνεχίσει την κουβέντα. «Λεωνίδας», συστήθηκε εκείνος, εκείνη ανταπέδωσε και σιγά σιγά τη ρώτησε αν θα ήθελε να της μαγειρέψει αύριο. «Ευγενικός, όμορφος, ωραία μάτια, γυμνασμένος και ξέρει να μαγειρεύει, τι άλλο να ζητήσω η δόλια», σκέφτηκε. «Ναι, λογικά θα μπορέσω», είπε. Ανταλλάξανε τηλέφωνα και διευθύνσεις, μετά αποχαιρετιστήκανε.

 

 

Η απόσταση από το σπίτι της στο δικό του ένα τσιγάρο δρόμος, κυριολεκτικά. Το άναψε, κάνοντας την πρώτη τζούρα και ενώ ήταν ήδη καθ’ οδόν, σκέφτηκε πως θα ήταν λίγο περίεργο να πήγαινε πρώτο ραντεβού σπίτι του, αλλά δικαιολόγησε τον εαυτό της με πολλά επιχειρήματα. Πρώτον, ήταν πελάτης στην εταιρία που δουλεύει, δεύτερον θα της μαγείρευε και τρίτον και κυριότερων ήθελε έντονα να κάνει σεξ μαζί του. Όχι ότι της έκανε μεγάλο κλικ, αλλά είχε καιρό να το κάνει. Λίγο πριν φτάσει σκεφτόταν ακόμα πως τα Χριστούγεννα ίσως και να μην είναι τόσο άθλια, ίσως απλά να χρειαζόταν να αφεθεί στις γιορτινές μέρες… Ο ειρμός της σταμάτησε καθώς έφτανε στο σπίτι του. Μια μονοκατοικία που η εξωτερική της όψη ήταν γεμάτη με λαμπάκια! Της ήρθε μια αναγούλα, στραβοκατάπιε, έκανε μια τελευταία τζούρα και τελικώς χτύπησε το κουδούνι του. Με το που πάτησε το κουμπί ακούστηκε από κάπου το Jingle Bells«Πόσο να συγκρατηθώ ρε πούστη μου», είπε, από μέσα της.

 

 

«Είσαι σίγουρα από αυτούς που περιμένουν με λαχτάρα τα Χριστούγεννα και χαίρονται με οποιοδήποτε λαμπιόνι;». «Καταρχάς, καλησπέρα», είπε εκείνος και τη καλωσόρισε στο σπιτικό του. Περάσανε μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και σκαναρίσματος και από τους δύο, στα ρούχα, στα μαλλιά, στα παπούτσια, στη μυρωδιά, έτσι ώστε και οι δύο να καταλάβουν λίγο τη ψυχοσύνθεση του άλλου. Η Ναταλία πάντως εξακολούθησε να λαχταράει το σεξ μαζί του, έστω κι αν το κλίμα παρά ήταν χριστουγεννιάτικο. Ο Λεωνίδας από την άλλη προσπαθούσε να προσαρμοστεί στον έντονο χαρακτήρα της, αλλά αυτό μερικές φορές δεν είναι τόσο καλό. Παρ’ όλα αυτά, φάγανε, ήπιανε, χορέψανε ελαφρώς, αλλά μέχρι εκεί, εκείνος δεν έκανε καμία απολύτως κίνηση. Ούτε έδειξε παραπάνω σημάδια. Ο συνδυασμός της συμπεριφοράς του, με το πόσο πολύ τον ήθελε, αλλά και με φόντο την χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα την οδήγησαν στο μπάνιο. Ήθελε να ξεφύγει για λίγο και να πάρει μια ανάσα.

 

 

Η Ναταλία ήταν πολύ καυλωμένη και δεν σκεφτόταν καθαρά, επίσης το κρασί την είχε “χτυπήσει”. Άρχισε να σκέφτεται πως η πολύ ευγένεια βλάπτει και τα λαμπιόνια φτάνουν και οι κόκκινες κάλτσες πρέπει να καούν. Εκείνη την ώρα είδε ένα μικρό λούτρινο Άγιο Βασίλη να την κοιτάζει επίμονα και κατ’ ευθείαν τον πέταξε στην μπανιέρα κλείνοντας το πώμα και βάζοντας καυτό νερό. Λίγο οι υδρατμοί που βγαίνανε, λίγο το αλκοόλ, λίγο η δικιά της παραζάλη την έκαναν να αρχίσει να χαϊδεύει το στήθος της και εν συνεχεία να βγάλει τη φούστα της. Φανταζόταν το καυλί του Λεωνίδα και τα υγρά του να της περιτριγυρίζουν όλο της το κορμί. Έτριβε το κάτω εσώρουχό της με το χέρι της και έμπαινε σιγά σιγά όλο και πιο βαθιά. Όλο και πιο μέσα. Όσο πιο βαθιά στο μουνάκι της, τόσο μεγαλύτερη λύτρωση ένιωθε. Αδιαφορούσε για το αν είναι σωστό ή όχι. Ένιωθε πως πρέπει να το κάνει εδώ και τώρα. Μετά από λίγη ώρα ανασκουμπώθηκε, αλλά στην αναστάτωσή της ξέχασε το εσώρουχό της σε ένα καλαθάκι που υπήρχε εκεί.

 

 

Ο Λεωνίδας την περίμενε καρτερικά, αν και ένιωθε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Προσπαθούσε να αναλύσει λίγο τη δικιά της συμπεριφορά. «Μισεί την καλύτερη εποχή του χρόνου, δεν λέει “γεια” όταν έρχεται σε ένα ξένο σπίτι, ενώ είναι κρυωμένη πίνει κρασί, καπνίζει ενώ έχει το λαιμό της και κλείνετε στο μπάνιο για ώρα». Το σίγουρο όμως ήταν πως τη γούσταρε τρελά, τη θεωρούσε αφόρητα sexy ακόμα και με τα ρούχα της δουλειάς της, πόσο μάλλον τώρα που ήταν βαμμένη και ντυμένη. Ήθελε έντονα να της ξεκουμπώσει όλα τα κουμπιά και να κάνουν σεξ, αλλά δεν ήξερε πως θα το πάρει. Βέβαια, η Ναταλία όπως και να το έπαιρνε θα της άρεσε…

 

 

Μετά από μερικά λεπτά βγήκε από μπάνιο, εμφανώς αναψοκοκκινισμένη, απολογήθηκε πως πνιγόταν ο Άγιος και τελικά τον έσωσε… Μετά το σεξ που έκανε μόνη της, η Ναταλία δεν είχε πολύ όρεξη για κουβέντα, ήθελε να πάει σπίτι της και να τυλιχτεί στα σκεπάσματα. Ακόμα, ήταν πρωινή βάρδια και με αυτήν την δικαιολογία αποχαιρέτησε βιαστικά τον Λεωνίδα. Εκείνος ήταν σαν παγωτό μιας και πίστευε πως θα έχει συνέχεια η βραδιά. Πηγαίνοντας στην τουαλέτα είδε ένα μαύρο string, άρχισε να σκέφτεται μήπως ήταν κάποιας πρώην και με το που το είδε εκείνη ξενέρωσε, αλλά είχε να έρθει πολύ καιρό κάποια κοπέλα σπίτι του. Ύστερα, το μύρισε, το μύρισε έντονα, και ένιωσε τη δικιά της μυρωδιά. Ένιωσε το ζεστό καυλωμένο μουνί της. Το εσώρουχο έφτανε και περίσσευε για να πιάσει το ήδη σκληρό πέος του και να αρχίσει να την σκέφτεται ερωτικά. Αφού έχυσε πάνω στο εσώρουχο σκέφτηκε πως αυτό τα κάνει ακόμα πιο πολύπλοκα τα πράγματα. «Γιατί να μου αφήσει το εσώρουχό της και να μην κάτσει να της το βγάλω ο ίδιος;»

 

 

Πλέον το ημερολόγιο έδειχνε 31 του μήνα και κανείς δεν είχε στείλει ένα μήνυμα στον άλλον, τις τέσσερις αυτές μέρες που είχαν περάσει. Η Ναταλία σχεδόν τον είχε ξεχάσει από το μυαλό της, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να περάσουν οι μέρες και να φύγει η γιορτινή ατμόσφαιρα, αλλά και η ψεύτικη αστερόσκονη που είχε όλο το super market, αλλά και τα ρούχα της. Ο Λεωνίδας όμως είχε διαφορετική άποψη. Μπήκε στο super market δέκα λεπτά πριν το κλείσιμο. Σιγουρεύτηκε πως η Ναταλία δουλεύει και έκανε μερικούς κύκλους μέχρι να πάει η ώρα ακριβώς και να κλείσουνε. Αφού κλείσανε, η Ναταλία κατευθύνθηκε στο δωμάτιο που άλλαζε το προσωπικό, όπου την ακολούθησε. Στη βάρδιά της και στο πόστο της ήταν μόνη της, οπότε βόλευε να της κάνει μια μεγάλη έκπληξη.

 

 

Της έκλεισε το στόμα με το string της και τη φίλησε ελαφριά στο λαιμό. Εκείνη ταράχτηκε μέχρι να καταλάβει τι γίνεται, αλλά δευτερόλεπτα μετά ένιωσε ένα κάψιμο στο κορμί της. Οδηγηθήκανε στην τουαλέτα όπου εκεί αρχίσανε να φιλιούνται με πάθος, έπειτα βγάλανε ο ένας τα ρούχα του άλλου και αρχίσανε να χαϊδεύονται. Θα ήταν τρελό να το κάνουν εκεί πέρα, εκείνη τη μέρα, εκείνη την ώρα. Από την άλλη, εκείνη ήταν τρελή για αυτόν, οπότε ισοπαλία, αλλά κάποιος έπρεπε να νικήσει. Αφέθηκε και αφαιρέθηκε στα συναισθήματά της χωρίς συμβιβασμούς και όρια, στη χειρότερη να την απολύανε. Κάνανε σεξ τόσο παθιασμένα που ξέχασαν το ωράριο και κλειδώθηκαν μέσα. Πλέον ήταν εσώκλειστοι, μαζί με τον Ακάκιο, τον Καλλιμάνη και τον μπάρμπα Στάθη. Το ακόμα χειρότερο της υπόθεσης ήταν πως αύριο, δεν ήταν εργάσιμη.

 

 

Ο Λεωνίδας όμως αυτό ακριβώς είχε σχεδιάσει στο πονηρό του μυαλό. Μια διαφορετική μέρα, μια αλλιώτικη Πρωτοχρονιά. Όλες οι Πρωτοχρονιές που είχε κάνει του φαινόντουσαν μια κακή επανάληψη, ήθελε να κάνει κάτι ριψοκίνδυνο που θα τον γεμίσει και θα του ταράξει τη ζωή. Τώρα το ζούσε, γάμαγε την Ναταλία στους διαδρόμους με τα δημητριακά, της έγλυφε το μουνάκι στις κυλιόμενες, κάνανε “69” στα ταμεία και πισωκολλητό στα ψυγεία, γενικά κάνανε πολύ σεξ κλειδαμπαρωμένοι στο market. Ακόμα, εκείνος ήξερε πως οι κάμερες κλείνουν όταν το κατάστημα είναι κλειστό για να γλιτώσουν ρεύμα –δε γίνεται να πλουτίσει η ΔΕΗ κι όχι το super market– και ακόμα ήξερε πως ένα ολόκληρο μαγαζί είναι στη διάθεσή τους και επιπλέον χωρίς ουρά και χωρίς βρίσιμο στα ταμεία – το βρίσιμο έπεφτε στο σεξ. Ίσως, στην απογραφή να υπήρχε θέμα, αλλά στον πούτσο του κυριολεκτικά. Η Ναταλία βέβαια σημείωσε ποια πράγματα χρησιμοποιήσαν γιατί ήξερε πως αν κάτι λείπει θα υπήρχαν μεγάλες κυρώσεις. Τα μόνα υλικά που κάναν χρήση ήταν: προφυλακτικά, λιπαντικά, σαμπάνιες, αλεύρι, αγγούρια, μερικά σιρόπια, ξηροί καρποί, σοκολάτες, μελομακάρονα και τσουρέκια, τα τελευταία για την πείνα μετά το σεξ.

 

 

Αφού πέρασαν την αλλαγή του χρόνου εκεί και είχαν γαμηθεί καμιά δεκαριά φορές μέσα σε μερικές ώρες η Ναταλία άναψε ένα τσιγάρο. Μπορεί οι κάμερες να μην λειτουργούσαν, αλλά το σύστημα πυρασφάλειας λειτουργούσε κανονικά. Άρχισαν να χτυπάνε οι συναγερμοί και να ειδοποιούνται οι αρμόδιοι για ενδεχόμενη φωτιά. Λόγω ημέρας θα αργούσαν να φτάσουν, οπότε τα δύο παιδιά είχαν μερικά λεπτά στη διάθεσή τους. Άρχισαν να ντύνονται και μετά η Ναταλία οδήγησε τον Λεωνίδα από την έξοδο κινδύνου, όπου και άνοιξε αυτόματα μετά από το συναγερμό. Μετά από μιάμιση μέρα μέσα στο super market πλέον ήταν έξω, και το σημαντικό δεν τους είχε καταλάβει κανείς. Σαν να μην συνέβαινε τίποτα πιαστήκανε χεράκι χεράκι μέχρι το σπίτι του Λεώ. Εκείνος για χάρη της πέταξε όλα τα λαμπάκια, τους Άγιους Βασίληδες και του καλικάντζαρους στον κάδο. Εκείνη του υποσχέθηκε ότι δε θα καπνίσει ποτέ ξανά στη ζωή της, μια δήλωση που αθέτησε την ίδια ακριβώς μέρα, ακριβώς μετά από το σεξ.