Μια φορά και έναν καιρό ήταν η γούρνα που αγαπούσε πολύ το αγόρι.
Κάθε καλοκαίρι συναντιόντουσαν και παίζανε.
Η γούρνα βέβαια είχε γάργαρα και κρυστάλλινα νερά όλο τον χρόνο, σε περίπτωση που εκείνο ερχόταν πιο νωρίς.
Στο αγόρι άρεσε να της φτιάχνει τοιχώματα και να πλατσουρίζει στα νερά της. Είχε μια ολόδικιά του πισίνα, και επιπλέον, ένιωθε ασφαλής.
Οι δυο τους περνούσαν ευχάριστα και ο χρόνος κυλούσε σαν νερό.
Το επόμενο καλοκαίρι ξανασυναντηθήκανε.
«Γεια σου αγόρι, έλα να παίξεις στα νερά μου, όπως τότε, φέρε και το κουβαδάκι σου», είπε η γούρνα.
Το αγόρι όχι μόνο έφερε το κουβαδάκι, αλλά έφερε το φτυαράκι και το καραβάκι. Το απόλαυσε τόσο πολύ που ξεχάστηκε εκεί για ώρες.
Η γούρνα ένιωσε χαρούμενη.
Μετά από χρόνια όπου το αγόρι είχε γίνει έφηβος, βρέθηκε ξανά εκεί.
«Γεια σου Αγόρι, έλα να χαρείς στα νερά μου, όπως τότε, φέρε και το κουβαδάκι σου», είπε η γούρνα.
«Έχω μεγαλώσει για να παίζω με κουβαδάκι, θέλω κάτι μεγαλύτερο», είπε το Αγόρι.
«Τότε πήγαινε στο ποτάμι που είναι δίπλα μου», είπε η γούρνα.
Το Αγόρι έφερε το κανό του και ξεκίνησε από την πηγή μέχρι που έφτασε στην όχθη.
Το ποτάμι ένιωσε ζωντανό.
Μετά από χρόνια όπου ο έφηβος είχε γίνει άντρας, βρέθηκε ξανά εκεί.
«Γεια σου Αγόρι, έλα να κάτσεις στα νερά μου, όπως τότε, φέρε και το κανό σου», είπε το ποτάμι.
«Έχω μεγαλώσει για να κάνω κανό, θέλω κάτι μεγαλύτερο», είπε το Αγόρι.
«Τότε πήγαινε στη λίμνη που είναι δίπλα μου», είπε το ποτάμι.
Το Αγόρι δεν ήθελε να σπαταλάει τον χρόνο του κάνοντας κανό, έτσι σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί τα νερά φτιάχνοντας ιχθυοκαλλιέργειες.
Η λίμνη ένιωσε χρήσιμη.
Μετά από χρόνια όπου ο άντρας είχε γίνει γέρος, βρέθηκε ξανά εκεί.
«Γεια σου Αγόρι, έλα να ψαρέψεις στα νερά μου, όπως τότε, φέρε και τα δολώματά σου», είπε η λίμνη.
«Έχω μεγαλώσει για να πιάνω ψάρια, θέλω κάτι μεγαλύτερο», είπε το Αγόρι.
«Τότε πήγαινε στη θάλασσα που είναι δίπλα μου», είπε η λίμνη.
Το Αγόρι διέταξε να του φέρουν το ιστιοφόρο του.
Η θάλασσα ένιωσε στεναχωρημένη.
Μετά από χρόνια όπου ο γέρος είχε γίνει γεράκος βρέθηκε ξανά εκεί.
«Γεια σου Αγόρι, έλα να οδηγήσεις στα νερά μου, όπως τότε, φέρε και τα πλοία σου», είπε η θάλασσα.
«Έχω μεγαλώσει για να οδηγώ, θέλω κάτι μεγαλύτερο», είπε το Αγόρι.
«Τότε πήγαινε στον ωκεανό που είναι δίπλα μου», είπε η θάλασσα.
Το Αγόρι στάθηκε σε ένα από τα πολλά καράβια του και έκανε μια βουτιά.
Ο ωκεανός ένιωσε να αδειάζει…
_____________
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το νερό είναι το μεγαλύτερο φυσικό και κοινωνικό αγαθό, μπορεί να μας παρέχεται απλόχερα, αλλά δεν είναι ούτε άφθονο, ούτε δεδομένο.
Ένα αλληγορικό παραμύθι για τη φιλία, την αγάπη και την ανιδιοτέλεια.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
Αρκετά στοιχεία είναι εμπνευσμένα από τον συγγραφέα Shel Silverstein (1930-1999) και το βιβλίο του «Το δέντρο που έδινε», εκδόσεις Δωρικός (1989), εκδόσεις Διόπτρα (2023) // Ξενόγλωσσος τίτλος: «The giving tree»
Κείμενο, αφήγηση, video: Γιώργος Ιατρίδης ©