Μετράω αντίστροφα

Κάποιος είχε πει, πως οι συγγραφείς γράφουν ένα διήγημα ή ένα ολόκληρο βιβλίο για να καταλήξουν στην τελευταία πρόταση. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όλοι όσοι γράφουμε έχουμε μία σκέψη στο μυαλό μας, αλλά για να είναι αρεστή στον κόσμο, χρειάζεται να την ντύσουμε με λογιών λογιών καλολογικά στοιχεία. Φυσικά και είναι αποδεκτό αυτό, αλλά για κάντε έναν απλό συνειρμό και σκεφτείτε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο, που απλά θα πουλάει πολλά μικρά χαρτάκια με τις τελευταίες φράσεις όλων των βιβλίων! Περίεργο, αλλά νομίζω πως θα ήταν πολύ καλό!

Κάπως έτσι μου γεννήθηκε η –φαεινή– ιδέα να ενώσω δέκα διαφορετικά τέλη που έχω γράψει, να ενώσω δηλαδή δέκα παραγράφους από δέκα διαφορετικά διηγήματα που έχω γράψει. Όμως, μου ήταν δύσκολο να αποφασίσω πως θα το ονομάσω, μιας και σε όλα είχα δώσει κάποιον τίτλο. Έτσι, αποφάσισα να πάρω μία φράση από μια παράγραφο και να το βαφτίσω “μετράω αντίστροφα”.

__

Φάρμακα για την επόμενη μέρα. Φάρμακα για την επόμενη νύχτα. Φάρμακα για τον επόμενο χρόνο. Φάρμακα για να ζήσεις, φάρμακα για να μην ζήσεις, φάρμακα για τα πάντα, σου λέω. Φάρμακα για τα φάρμακα. Μεγάλα φάρμακα για να γλυκαίνουν τη μικρή ζωή μας.

Η ζωή μας γλυκαίνει όταν κάνουμε λάθη, αρκεί να έχουμε τα κότσια να τα παραδεχόμαστε. Πόσα “λάθη επί λαθών” έγιναν η αφορμή για κάτι καλύτερο; Πόσα από αυτά τα “κατά λάθος” έγιναν όμορφες σχέσεις;

Έμειναν ακίνητοι για ώρα. Κοιταχτήκανε στα μάτια. Αγκαλιαστήκανε. Συμφωνήσανε και οι δύο, πως θα συναντιούνται σε πολυκατοικίες και θα χτυπάνε τα κουδούνια μέχρι να κουραστούν. Μέχρι να πονέσουν τα χείλη τους από τα φιλιά. Μέχρι να εμφανιστεί κάποιος και να τους πει: «δώσατε χρώμα στη μέρα μου», έστω κι αν η οθόνη είναι πάντα ασπρόμαυρη…

Μείναν εκεί πιασμένοι χεράκι χεράκι· αφυδατωμένοι, νηστικοί και κουρασμένοι, ενώ κάποιοι άλλοι παρά δίπλα τους, τρώγαν με χρυσά κουτάλια. Ξάπλωσαν αγκαλιά στην κρύα γη, για κάποιο λόγο και οι δύο ήταν χαρούμενοι. Είχαν όλα όσα ήθελαν να έχουν…

Κάπου εκεί ανάμεσα, άλλες φορές στις επτά το πρωί κι άλλες φορές στις έντεκα το βράδυ έρχεται η 25η ώρα. Μια κερδισμένη ώρα μέσα στις άλλες είκοσι τέσσερις. Μια ώρα που δεν πρόκειται ποτέ να φανεί, σε αυτήν την κωλοεφεύρεση που λέγεται ρολόι.

Όμως, καμιά ζωή δεν μπορεί να είναι καλύτερη από αυτή που υπάρχει τώρα. Πόσο θα ήθελα να πάω μαζί σου σινεμά. Κι ας μη κράταγε το έργο μιάμιση ώρα. Ας κράταγε μονάχα τέσσερα λεπτά.

Όσο κι αν προσπαθώ να μην μετρήσω, το κάνω και εγώ, και χειρότερα από ότι εσύ. Μετράω αντίστροφα. Μετράω τα δώδεκα φεγγάρια που έχει ο χρόνος και υπολογίζω στο μέτρημα αυτό και τον γυρισμό σου. Άπειρο και σήμερα.

Όπως και να έχει, ο έρωτας είναι ένα καράβι, η αγάπη το νησί και ανάμεσά τους υπάρχει θάλασσα. Εγώ είμαι από τους τυχερούς, τα δάχτυλά μου, έστω και για λίγο βράχηκαν.

Έτσι κι αλλιώς τώρα όλα περάσανε. H μνήμη μας αλλοιώνεται ολοένα και οι αισθήσεις μας χάνονται. Κλείνω την μία παλάμη μου μήπως και μπορέσω να κρατήσω κάτι.

Ήμασταν τόσοι φτωχοί από αισθήματα, που τίποτα απολύτως δεν άλλαξε. Η κάθε μας σταγόνα δεν είχε μέσα τίποτα. Δεν είχε κανένα ίχνος από συναίσθημα. Δεν είχε ούτε καν την παραμικρή ευθύνη ενός ονείρου. Τίποτα δεν άλλαξε, παραμόνο το τοπίο, που έγινε ακόμα πιο σιωπηλό.

_