Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που ήθελε να πετάξει χαρταετό, αλλά η οικογένειά της δεν είχε πολλά χρήματα. Για την ακρίβεια, έμενε με τον πατέρα της, μιας και η μητέρα της βρισκόταν σε μια άλλη χώρα.
Ο πατέρας της δούλευε στην οικοδομή από το πρωί μέχρι το βράδυ για να τη μεγαλώσει και για να μην της λείψει τίποτα. Το κοριτσάκι το έβλεπε αυτό και το εκτιμούσε πολύ. Έτσι, κάθε φορά πριν κοιμηθεί του έδινε μια μεγάλη αγκαλιά, ένα μεγάλο φιλί, του έλεγε ένα μεγάλο «ευχαριστώ», και μετά έπεφτε για ύπνο.
Η καθαρά Δευτέρα όμως είχε φτάσει και εκείνη δεν είχε χαρταετό. Μιας και ήταν αργία, εκείνη έκατσε στο σπίτι και έτρωγε παξιμάδια με γάλα. Ο πατέρας της δούλευε ακόμα και τις αργίες, αλλά σήμερα θα ερχόταν νωρίς, εκεί προς το απόγευμα. Για εκείνον ήταν νωρίς το απόγευμα, γιατί πάντα τελείωνε τις δουλειές του νύχτα.
Ήξερε πόσο πολύ ήθελε το κοριτσάκι του να πετάξει χαρταετό και είχε μια ιδέα που ίσως έπιανε. Από τη δουλειά του πήρε σύρμα, σπάγκο, κολλητική ταινία και αλευρόκολλα και το μόνο που έμενε ήταν να βρει το πανί και τρία καλάμια. Για τα καλάμια θα πήγαινε προς τη θάλασσα που ήταν λίγο πιο μακριά. Για πανί θα μπορούσε να πάρει κάποιο από τη γειτονιά, από τα ρούχα που στεγνώνανε, αλλά ήταν τίμιος και δεν ήθελε να λείψει από κάποιον.
Αποφάσισε να πάρει ένα από τα δικά τους λιγοστά σεντόνια που στέγνωναν έξω. Με αυτό τον τρόπο δε θα τον έπαιρνε χαμπάρι και η μικρή του, μιας και δε θα έμπαινε στο εσωτερικό του σπιτιού. Το μαστόρεμα κράτησε πολύ ώρα και πλέον είχε σκοτεινιάσει. Σε μία ώρα θα άλλαζε και η μέρα. Τελικά, όμως, τα κατάφερε! Ακόμα, έβαλε κι ουρά, κάτι παλιές εφημερίδες που είχαν για ξεσκονόπανο.
Η κορούλα του τον περίμενε ξάγρυπνη για να του δώσει μια μεγάλη αγκαλιά, ένα μεγάλο φιλί, να του πει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» και να πέσει για ύπνο, μη ξέροντας ότι εκείνος μαστόρευε όλο το βράδυ για να πετάξει κι εκείνη χαρταετό. Τα μάτια της όμως άρχισαν να κλείνουν και εκείνη ακριβώς τη στιγμή μπήκε ο πατέρας της κρατώντας ένα χαρταετό! Στην αρχή νόμιζε πως ονειρεύεται. Η καρδιά της όμως χτύπαγε τόσο δυνατά που ήταν αλήθεια!
Αφού συνειδητοποίησε πως δεν ήταν όνειρο, έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Μετά είδε τον πιο όμορφο χαρταετό του πλανήτη, τον αγκάλιασε και εκείνον. Έπειτα βγήκανε έξω, τον πιάσανε και οι δύο μαζί και τον αφήσανε στον αέρα. Δεν είχε καμία σημασία που ήταν βράδυ και που κανείς δεν πέταγε χαρταετό τέτοια ώρα. Ούτε που έγερνε λίγο με τα μπόσικα. Για το κοριτσάκι και τον πατέρα της ήταν μια ακόμη ευτυχισμένη μέρα.